Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

112 Λεπτά Μετά


112 Λεπτά Μετά

Στις 4 Αυγούστου του 2036 έλαβε χώρα το πιο αλλόκοτο και παρανοϊκό φαινόμενο στην καταγεγραμμένη ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν γνωρίζω εάν ο αριθμός αυτών που τρελάθηκαν ή αυτοκτόνησαν ή πνίγηκαν ως αποτέλεσμα αυτού, βρίσκεται στην κλίμακα των χιλιάδων ή των εκατομμυρίων. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι πως ο αριθμός θα πολλαπλασιαζόταν, αν όλος ο κόσμος έβλεπε αυτό που είδα εγώ στο τέλος.
    Πέρα από την παράνοια και τον θάνατο, εκείνη την ημέρα, πολλές θρησκείες καταργήθηκαν και νέες γεννήθηκαν, ενώ όσοι επιστήμονες δεν έσκισαν τα πτυχία τους, προσπάθησαν – μάταια έως τώρα – να χωρέσουν στις εξισώσεις και τις θεωρίες τους αυτό που συνέβη. Σχεδόν ολόκληρη η κοσμοθεωρία που είχε θεμελιωθεί με το πέρασμα τον αιώνων, βούλιαξε σαν τρύπια βάρκα στον ωκεανό των νέων, τρελών δεδομένων.
    Το φαινόμενο είχε διάρκεια 112 λεπτών και ήταν ορατό σε Ευρώπη, Αφρική και το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας. Είτε 112 λεπτά όμως, είτε 112 δευτερόλεπτα, θαρρώ πως το αποτέλεσμα θα ήταν παρόμοιο. Βρισκόμουν στο σπίτι μου, στα βορειοανατολικά προάστια του Βόλου όταν συνέβη. Ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα. H γυναίκα μου με την κόρη μου κοιμόντουσαν και δεν είδαν τίποτα, κάτι για το οποίο είμαι ευγνώμον.
    Αρχικά, πιο πολύ ένιωσα, παρά είδα, ένα έντονο λευκό φως να μπαίνει από το παράθυρο. Νόμισα πως κάποιος γείτονας άνοιξε ένα δυνατό προβολέα για λόγους άγνωστους σε εμένα, και βγήκα στο μπαλκόνι ώστε να ικανοποιήσω την περιέργειά μου.
    Λέγεται ότι η διαφορά ανάμεσα σε έναν καλό κι έναν κακό συγγραφέα, είναι ότι ο πρώτος θα βρει τις λέξεις για να περιγράψει το απερίγραπτο. Εκείνο το βράδυ όμως, δε νομίζω ότι ήταν δυνατό να βρεθεί κάποιος τόσο καλός, ώστε να περιγράψει, όχι αυτό που έβλεπα, το οποίο όσο τρελό και αν ήταν, η παρουσία του ήταν συγκεκριμένη και αδιαπραγμάτευτη, αλλά αυτά που αισθάνθηκα για 112 λεπτά, με αποκορύφωμα το παρανοϊκό φινάλε.
    Θεωρούσα πως ό,τι ομορφότερο είχα αντικρίσει ποτέ μου, ήταν το ύψους ογδόντα – τότε – εκατοστών πλάσμα που είχε έρθει στη ζωή μου δύο χρόνια πριν το συμβάν. Παρόλα αυτά, οφείλω να παραδεχθώ, με μια δόση ντροπής είναι η αλήθεια, ότι αυτό που αντίκρισα εκείνη τη νύχτα ήταν εξίσου – αν όχι περισσότερο – εκθαμβωτικό, άσχετα με τα όσα δεινά έφερε στον κόσμο.
    Μόλις έκανα το πρώτο μου βήμα στο μπαλκόνι, το σώμα μου και το μυαλό μου παρέλυσαν για άγνωστο χρονικό διάστημα, αφού αυτό που έβλεπα δεν ήταν δυνατό να υφίσταται σύμφωνα με τους κανόνες της φύσης και της λογικής που ήταν γνωστοί έως τότε. Νομίζω ότι άκουσα κραυγές γύρω μου, αλλά δεν έδωσα σημασία. Δεν ξέρω πόσα λεπτά ξόδεψα κοκαλωμένος εκεί. Τα μάτια μου συνέχιζαν να μεταδίδουν την ίδια εικόνα, μέχρι τελικά να καταφέρουν να πείσουν τον εγκέφαλο μου για την αυθεντικότητά της, σπάζοντας έτσι την παράλυση.
    Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως ήρθε το τέλος του κόσμου και ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέθαινα, μια σκέψη που έστειλε ένα ρίγος να διαπεράσει το σώμα μου. Όμως δεν πέθανα. Αντί αυτού, κάθισα στα κρύα πλακάκια κοιτάζοντας στον ουρανό. Όσοι δεν έτρεξαν πανικόβλητοι και όσοι δεν πήδηξαν από τα παράθυρά τους, έπραξαν το ίδιο. Έπειτα, θεώρησα πως κάποια αόρατη δύναμη, κάποιος Θεός, είχε σπρώξει το φεγγάρι, φέρνοντας το δίπλα στη Γη. Αλλά και σε αυτό ήμουν λάθος, γιατί σε μια γωνιά του ουρανού μπορούσα να ξεχωρίσω την μικρή, ασήμαντη, βαρετή και γνωστή σε όλους σελήνη.
    Ο πλανήτης ο οποίος επίταξε τον μισό ουρανό εκείνη τη νύχτα δεν ήταν η σελήνη. Είχε το μεγαλύτερο μέρος της γκρίζας, βραχώδης επιφάνειάς του στο φως, αφήνοντας ένα λεπτό μισοφέγγαρο στο απόλυτο σκοτάδι. Η ποσότητα του φωτός που αντανακλούσε ήταν τόσο μεγάλη, που μετέτρεψε την νύχτα σε μέρα. Το μέγεθος αυτού του ουράνιου σώματος ήταν τερατώδες και σχεδόν γέμιζε ολόκληρο το οπτικό μου πεδίο. Ήθελα να τραβήξω το βλέμμα μου από εκεί, αλλά ήταν αδύνατο, και τότε ήταν που ο τρόμος με πλημμύρισε, νου και σώμα. Ένιωσα πως αν δεν κατάφερνα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τον ουρανό θα κατέληγα στην τρέλα, όπως τόσοι άλλοι.
    Όπως ανέφερα, η επιφάνεια ήταν βραχώδης, θυμίζοντας έντονα τη σελήνη, με τους τεράστιους κρατήρες και τα αγνώστου βάθους φαράγγια να αποκαλύπτουν ένα τραυματικό παρελθόν γεμάτο συγκρούσεις. Εκ πρώτης όψεως, δεν φαινόταν να υπήρχε κάποιο ίχνος ζωής ή πολιτισμού, αν και αυτή δεν είναι παρά μια εικασία. Μετά από εκείνη τη νύχτα, έγινα υποστηρικτής του δόγματος, “όλα είναι δυνατά.” Ο τρόμος και η απειλή που ένιωσα, πήγαζαν κυρίως από το μέγεθος του όλου σκηνικού και την σκοτεινή πλευρά του πλανήτη. Μου είναι δύσκολο να μεταφέρω την κλίμακα των πραγμάτων. Αν η σελήνη αντιστοιχούσε σε μία φακή, τότε αυτός ο μυστηριώδης πλανήτης θα ήταν μία μπάλα του μπάσκετ. Όσο για την αφώτιστη πλευρά του η οποία μου πάγωνε το αίμα, αν ο χάρος είχε κάποιο λημέρι, τότε σίγουρα θα ήταν κάπως έτσι. Η μαυρίλα αυτού του μισοφέγγαρου ήταν τρομακτικά απόλυτη και τίποτα καλό δεν μπορούσα να βρίσκεται μέσα σε αυτήν. Αυτό ήταν και το μέρος στο οποίο ταξίδευα στους εφιάλτες που ακολούθησαν αργότερα.
    Τα όποια σενάρια ότι όλο αυτό ήταν απλά μια τεράστια και κακόγουστη φάρσα καταρρίφθηκαν άμεσα από τον ίδιο τον πλανήτη και τις αγνώστου μεγέθους ελκτικές δυνάμεις που άσκησε στην Γη, κάνοντας ακόμη και τις θάλασσες να τρελαθούν. Σχετικά με αυτό, νομίζω ότι αρκεί να αναφέρω πως όλες οι παραθαλάσσιες πόλεις της Μεσογείου, είτε πλημμύρισαν, είτε βυθίστηκαν εξολοκλήρου κάτω από την επιφάνεια του νερού και χιλιάδες άνθρωποι πνίγηκαν στον ύπνο τους.
    Το σώμα μου δεν σταμάτησε στιγμή να τρέμει κατά τη διάρκεια εκείνων των 112 λεπτών. Το μέγεθος του τρόμου μου μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την μάζα αυτού του...πράγματος εκεί πάνω. Ακόμη και σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, αποφεύγω να σηκώσω τα μάτια μου στον ουρανό. Τρέμω στην ιδέα ότι θα το ξαναδώ να στέκεται εκεί, με τους σκοτεινούς του κρατήρες να μοιάζουν με γιγαντιαία, άψυχα μάτια που κατασκοπεύουν τη Γη και την αφώτιστη πλευρά του να κρύβει πλάσματα βγαλμένα από τους χειρότερους εφιάλτες του ανθρώπινου μυαλού. Πιο πολύ απ' όλα όμως, τρέμω ότι θα ξαναδώ αυτό που αντίκρισα λίγο πριν ο πλανήτης εξαφανιστεί, αυτό που με έκανε να βγάλω μια κραυγή που κόντεψε να με πνίξει και να σφραγίσω το στόμα μου με την παλάμη μου σε μια μάταιη προσπάθεια να αποφύγω τον εμετό. Δεν θα αρνηθώ επίσης, ότι η παρόρμηση που ένιωσα για να πηδήξω από το μπαλκόνι ήταν κάτι παραπάνω από έντονη.
    Σύμφωνα με τον υπόλοιπο κόσμο, κάποια στιγμή, ο πλανήτης απλά έπαψε να υπάρχει στον ουρανό. Δεν μπορούσα παρά να ενστερνιστώ κι εγώ αυτήν την άποψη. Άλλωστε, αυτό που είδα ξεπερνούσε κατά πολύ τα ήδη ξεπερασμένα όρια της λογικής, όποτε θεώρησα ότι απλά το φαντάστηκα μέσα στο πανδαιμόνιο της στιγμής. Δεν πέρασαν πολλές μέρες όμως, όταν διάβασα την μαρτυρία ενός ψαρά από την Εσθονία, ο οποίος υποστήριζε ότι είδε το ίδιο πράγμα με εμένα. Δεν μπορούσε ναείναι σύμπτωση, αφού η περιγραφή του ταίριαζε απόλυτα με την δική μου και αποκλείεται δύο ξεχωριστά μυαλά να φαντάστηκαν το ίδιο – συγκεκριμένο –  πράγμα. Φυσικά, όλοι τον πέρασαν για τρελό, αλλά όχι εγώ. Εκείνη τη μέρα σιγουρεύτηκα πως αυτό που αντίκρισα δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου.
    Τότε ξεκίνησε μια πραγματικά άσχημη περίοδος για μένα. Πρώτα ήρθαν οι εφιάλτες. Σχεδόν κάθε βράδυ, βλέπω πως στέκομαι στο μπαλκόνι, λουσμένος με το φως του κολοσσιαίου πλανήτη. Σιγά-σιγά αρχίζω να αιωρούμαι και συνειδητοποιώ ότι ο πλανήτης είναι αυτός ο οποίος με τραβάει με την ανυπολόγιστη μάζα του. Βλέπω την Γη να απομακρύνεται κάτω από τα πόδια μου χωρίς να μπορώ να αντιδράσω και η αίσθηση του καψίματος καθώς βγαίνω από την ατμόσφαιρα μοιάζει
ανατριχιαστικά αληθινή. Όσο πλησιάζω προς την σκοτεινή πλευρά, τόσο αυξάνει και η ταχύτητα της πτήσης μου προς το άγνωστο και το εξωγήινο, και σύμφωνα με το ένστικτο μου, προς το θάνατο. Το όνειρο – και ο ύπνος μου – διακόπτονται βίαια λίγο πριν χτυπήσω στην επιφάνεια.
    Οι εφιάλτες δεν ήταν το χειρότερο. Μόλις ενημερώθηκα για την μαρτυρία του ψαρά, άρχισα να αμφισβητώ τα πάντα σχετικά με την ύπαρξη του ανθρώπου, της ζωής, και του κόσμου ολάκερου. Πίστευα πως όλα ήταν ένα πείραμα ή κάποιο παιχνίδι οντοτήτων που υπάρχουν στο σύμπαν και για τις οποίες δεν έχουμε την παραμικρή γνώση, ότι οι ζωές μας είναι ψεύτικες.
    Ξόδεψα τα τρία εκείνα χρόνια σε έναν αφελή αγώνα αναζήτησης της αλήθειας. Ήθελα να μάθω τι κρυβόταν πίσω από όλα αυτά γιατί αλλιώς ένιωθα ότι θα τρελαινόμουν. Έψαξα απεγνωσμένα για ανθρώπους που δήλωναν ότι είχαν δει το ίδιο με εμένα, αλλά δεν ήμουν τυχερός. Οι δύο πρώτοι που βρήκα είχαν αυτοκτονήσει και ο τρίτος βρισκόταν κλεισμένος σε ψυχιατρική κλινική. Ο τέταρτος και τελευταίος, ήταν ένας καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ουαλία, η νοητική κατάστασή του οποίου ήταν φυσιολογική και κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί του. Προσπάθησα να τον πείσω πως έπρεπε να πούμε στον κόσμο αυτό που είδαμε, αλλά εκείνος δεν ήθελε καμία ανάμειξη. Μου τόνισε ότι δεν ήθελε να καταλήξει σε τρελάδικο και με συμβούλεψε να αφήσω το θέμα στην ησυχία του γιατί δεν θα μου έβγαινε σε καλό. Όμως εγώ δεν μπορούσα να το αφήσω. Έπρεπε να μάθω την αλήθεια.
    Τους επόμενους μήνες είχα έρθει σε αδιέξοδο, αφού δεν μπορούσα να βρω κανένα καινούριο στοιχείο ή μαρτυρία. Οι αναμνήσεις μου από αυτή τη περίοδο είναι ασαφής και θολές, αλλά είμαι σίγουρος ότι συμπεριφερόμουν σαν ναρκομανής που δεν μπορεί να βρει την επόμενη δόση του.
    Ένα βράδυ, είδα ένα μικρό κορίτσι να στέκεται στο μπαλκόνι κοιτάζοντας τον ουρανό. Στάθηκα δίπλα της με τα μάτια μου καρφωμένα στα δικά της και την ρώτησα τι ήταν αυτό που ατένιζε τόσο επίμονα. Εκείνη, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της μου είπε: “Απλά τα αστέρια.” Ήταν η στιγμή που έκλαψα όσο ποτέ πριν στη ζωή μου. Την κοίταζα και σκεφτόμουν, ένιωθα σίγουρος, ότι δεν μπορούσε αυτό το πανέμορφο πλάσμα να είναι ψεύτικο. Ήταν αδύνατο. Πως μπόρεσα να κάνω τέτοιες βλάσφημες σκέψεις; Το μεγαλύτερο χτύπημα ήρθε όταν συνειδητοποίησα πως μόλις την πρωτοαντίκρυσα στο μπαλκόνι, για κάποια δευτερόλεπτα, δεν την αναγνώρισα. Δεν ήξερα ποια ήταν. Στεκόμουν ακίνητος, σαν να έχω μπροστά μου έναν, έστω ακίνδυνο, εισβολέα. Έναν πεντάχρονο εισβολέα. Πεντάχρονο; Πότε είχε συμβεί αυτό;
    Από το επόμενο πρωινό, οι έτσι κι αλλιώς καταδικασμένες σε αποτυχία έρευνές μου ήταν παρελθόν. Ο καθηγητής είχε δίκιο. Μόνο κακό θα έκανα στον εαυτό μου και στους γύρω μου. Έτσι, μετά από ένα διάλειμμα τριών ετών, η οικογένειά μου έγινε ξανά το μόνο πράγμα που είχε σημασία στη ζωή μου.
    Οι εφιάλτες έχουν πλέον μειωθεί, αν και δεν πιστεύω ότι θα σταματήσουν ποτέ, όπως ποτέ δεν θα σβήσει και ο φόβος μου για τον νυχτερινό ουρανό. Από τότε δεν έχω  καταφέρει να σηκώσω το βλέμμα μου προς τα εκεί μετά τη δύση του ηλίου και ούτε φαντάζομαι να τα καταφέρνω ποτέ. Υποθέτω όμως, πως θα μπορέσω να ζήσω με αυτά.
    Το ότι σταμάτησα να ερευνώ, δεν σημαίνει ότι έπαψα να πιστεύω στην παρουσία άλλων πολιτισμών ή οντοτήτων εκεί έξω. Για αυτό είμαι σίγουρος. Υπάρχουν “πράγματα” στο σύμπαν, ίσως ακόμη και στην γειτονιά μας, ίσως ακόμη και στο ίδιο μας το σπίτι, για τα οποία δεν έχουμε καμία γνώση και ίσως να μην αποκτήσουμε και ποτέ. Ίσως το ανθρώπινο μυαλό, όσο θαυμαστό κι αν θεωρείται σε γήινο επίπεδο, στο επίπεδο του σύμπαντος να είναι τόσο μικρό και περιορισμένο, που απλά αδυνατεί να τα αντιληφθεί.
    Πιστεύω πως εκείνη τη μέρα όλη η ανθρωπότητα ένιωσε το πόσο ασήμαντη και εύθραυστη είναι μπροστά στην απειροσύνη του άγνωστου σύμπαντος. Όλοι θα ένιωσαν λίγο σαν τα μυρμήγκια που ζουν μέσα σε έναν κόσμο γιγαντιαίων δίποδων και τετράποδων. Οι γίγαντες αγνοούν την ύπαρξη των πρώτων, και αρκεί ένα βήμα στο λάθος σημείο ώστε να καταστρέψουν έναν μικρόκοσμο αόρατο σε αυτούς. Το ίδιο πιστεύω ότι συνέβη και σε εμάς εκείνη τη μέρα. Κάποιος γίγαντας, πάτησε κατά λάθος στην ασήμαντη μυρμηγκοφωλιά μας, αν και για καλή μας τύχη δεν την κατέστρεψε τελείως.
    Τελικά, μπορεί όλο αυτό να ήταν και για καλό. Είναι νωρίς ακόμη για να βγούνε συμπεράσματα, αλλά μπορεί τώρα οι άνθρωποι να κατανοήσουν το πόσο αξιοθρήνητα λίγος είναι ο χρόνος ζωής, τόσο ενός μεμονωμένου ατόμου, όσο και ολόκληρου του είδους. Αυτό με τη σειρά του, μπορεί να τους κάνει να καταλάβουν το πόσο λανθασμένα έχει εξελιχθεί η κοινωνία τους και το πόσο ηλίθιοι είναι που επιτρέπουν τον εαυτό τους να κυβερνάται από κομμάτια χαρτί. Μα πόσο ηλίθιο μπορεί να είναι το εξυπνότερο ον αυτού του πλανήτη; Δεν περνάει ώρα που να μην κάνω αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου τελευταία.
    Παρέλειψα να αναφέρω τι είδα στο τέλος εκείνου του φαινομένου. Δεν ήταν προμελετημένο. Υποθέτω πως ακόμη και τώρα φοβάμαι να το καταγράψω, λες και με αυτό το τρόπο θα το κάνω να ζωντανέψει και να επιστρέψει στον ουρανό σήμερα το βράδυ. Όμως θα ολοκληρώσω την ιστορία μου. Εξάλλου, δεν περιμένω να με πιστέψει κανείς.
    Έμοιαζε με πλοκάμι. Δε μπορώ να το συγκρίνω με κάτι άλλο. Ένα άχρωμο πλοκάμι που τυλίχθηκε δύο φορές γύρω από την περιφέρεια της γκρίζας σφαίρας. Και αν είχε την ικανότητα να κάνει κάτι τέτοιο, δε μπορώ και δε θέλω να φανταστώ το μέγεθος – η χειρότερα, τη μορφή– του ιδιοκτήτη του. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, αυτή η βλασφημία κάθε λογικής (ή ακόμα και αρρωστημένης) σκέψης, άρπαξε τον πλανήτη και τον τράβηξε πίσω στο χαοτικό σκοτάδι του διαστήματος.
 κξαλαλκηγοιεαηιγαωναοθιρνωιαεθγηΗΦΟΑΗΙΓΚΑΗ΄ΓΆΠΙΡΠς;ΟΤ
ΓΙΚΜΝΙΚΒΝΑΟΙΒΟΝΙΡΑΗΓΑΟΙΝΗΟ[Α'ΝΙΗΑΟΠΑΟΠΑΕΡΟΙ
[ΑΜΒΝΑΝΔΚΛΑΣΓΞ'Α0ΑΡΕΙΥ[];
'\[];ΟΥ;Π[]ΣΔΠ[Κ,ΒΑΚΘ