Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Η Στάση



Η Στάση

2 Δεκεμβρίου 2013. Θεωρώ πιο πιθανό να ξεχάσω το πότε γεννήθηκα παρά αυτήν τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Τι συνέβη εκείνη τη μέρα;
Στο ξεκίνημά της, ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Σηκώθηκα από το κρεβάτι με τα χίλια ζόρια και μετά από έξι επτάλεπτες αναβολές στο ξυπνητήρι. Αλλά όλη η φασαρία ήταν να τινάξω από πάνω μου το πάπλωμα, το οποίο, όπως κάθε πρωί, είχε όρεξη για αγκαλίτσες και αγάπες. Άπαξ και το κατάφερνα, ήμουν ξύπνιος και έτοιμος. Εντάξει, και καθυστερημένος. Έκανα άλλη μία – μάταιη – επισήμανση στον εαυτό μου ότι δεν έπρεπε να καθυστερώ κάθε μέρα στη δουλεία. Δεν ήθελα να την χάσω. Όχι πως ήτανε και τίποτα σπουδαίο, αλλά ποιος περίμενε άλλα τρία – τέσσερα χρόνια για να βρει καινούρια – η οποία ήταν εξίσου πιθανό να ήταν ακόμη ένα τέρας που μασουλούσε λαίμαργα δέκα ώρες από την καθημερινή μου ζωή;
Τέλος πάντων, ετοιμάστηκα, βγήκα στο δρόμο και κατευθύνθηκα προς τη στάση του λεωφορείου. Τα μισούσα τα λεωφορεία, παρεμπιπτόντως. Προτιμούσα να διανύσω την απόσταση των 45 λεπτών περπατώντας, παρά να μπω εκεί μέσα. Αλλά από τη στιγμή που είχα ήδη αργήσει, έπρεπε να τιμωρηθώ.
Η στάση ήταν γεμάτη (κλασσικά) και είχα ήδη αρχίσει να εκνευρίζομαι. Ξεκίνησα να μελετάω τους ανθρώπους γύρω μου, όπως έκανα πάντα. Το έχω αυτό το χούι. Όταν κάποιος στέκεται κοντά μου ή ο δρόμος μας φέρνει να περάσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο, πάντα θα ρίξω έστω και μία ματιά στο πρόσωπο. Απλά το κάνω. Δεν έχω ιδέα ως προς το γιατί του πράγματος. Δε ξέρω καν εάν αυτό θεωρείται καλό ή κακό από τον κόσμο.
Οπότε, έκοψα αρκετές φάτσες καθώς περίμενα. Όλων των ειδών τις φάτσες. Ηλικιωμένες, μαθητικές, φοιτητικές, όμορφες, άσχημες, νυσταγμένες, βαμμένες, άβαφες, με τσίμπλες ή χωρίς. Στέκονταν όλοι εκεί και κανείς δεν μιλούσε, λες και οι ζωές τους είχαν προς στιγμή τεθεί σε κατάσταση αναμονής, αναστέλλοντας τις λειτουργίες τους μέχρι να έρθει το λεωφορείο και να πατηθεί ξανά το play της ζωής τους. Κι αν όμως δεν ερχόταν το λεωφορείο; Τι θα συνέβαινε; Θα έμεναν για πάντα εκεί σαν αγάλματα; Μπα, δε νομίζω. Θα έπαιρναν τα πόδια τους και θα περπατούσαν, τι διάολο! Όχι;
Αλλά τελικά ήρθε, και η δικιά μου ζωή ήταν αυτή που δέχτηκε μια αόρατη σπρωξιά που την έβαλε στο διπλανό μονοπάτι από αυτό που ακολουθούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όχι, δεν ήταν το λεωφορείο αυτό που έδωσε τη σπρωξιά. Όχι βέβαια. Άλλωστε τα μισώ τα λεωφορεία, δεν είπαμε; Ήταν η κοπέλα που έτρεχε πίσω από το λεωφορείο, προσπαθώντας να το προλάβει.
Τελικά αυτή το πρόλαβε...εγώ πάλι όχι.
Όταν συνειδητοποίησα ότι την κοίταζα σα βλαμμένο να μπαίνει στο λεωφορείο, οι πόρτες είχαν ήδη κλείσει. Αλλά ποιος νοιαζόταν; Μόλις είχα αντικρίσει την μία και μοναδική. Πως ήξερα ότι ήταν αυτή; Απλά το ήξερα. Δεν επιδέχεται εξήγησης. Είναι σαν να προσπαθείς να εξηγήσεις πως δημιουργήθηκε το σύμπαν. Αλλά, πιστέψτε με, το ήξερα από το πρώτο νανοδευτερόλεπτο. Από τη στιγμή που τα μάτια μου έστειλαν ένα ηλεκτρικό σήμα με την εικόνα της στον εγκέφαλο μου, χαράσσοντας τον για πάντα με αυτήν.
Αντικειμενικά μιλώντας, δεν ήταν τίποτα το τρομερό. Δηλαδή, πιστεύω πως αν την έδειχνες σε εκατό άτομα, οι 90 θα την έβρισκαν μέτρια και οι υπόλοιποι 10, απλά καλή. Όμως όχι κι εγώ. Για εμένα ήταν η τέλεια, και αυτό ήταν τελικό. Ήταν λες και κάποιος Θεός είχε αποφασίσει για τη πάρτη μου. Και ποιος ήμουν εγώ που θα τον αμφισβητούσα;
Δε μπορώ να περιγράψω πως ένιωθα το υπόλοιπο εκείνης της μέρας, ίσως γιατί τελικά δε νομίζω να ένιωθα κάτι. Παγομάρα, είναι η λέξη που πιστεύω πλησιάζει περισσότερο. Γιατί, δεν ήξερα τι να κάνω. Ή μάλλον, δεν υπήρχε κάτι να κάνω, πέρα από το να τη σκέφτομαι εξευτελιστικά συνέχεια.
Το επόμενο πρωινό θα έπαιρνα το λεωφορείο, αν και δεν είχα αργήσει. Ξέρω, ντροπή μου κλπ κλπ. Αλλά ο σκοπός ήταν υπέρ του δέοντος ιερός. Έπρεπε να την ξαναδώ. Οπότε, στήθηκα από νωρίς στη στάση. Το εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο να μην την πετύχαινα κι εκείνη τη μέρα, ούτε που το σκέφτηκα. Αλλά μήπως ήμουν σε θέση να σκεφτώ καθαρά; Άστα να πάνε...
Άφησα να περάσουν δύο λεωφορεία. Είχα ακόμη χρόνο, άλλωστε ξεκίνησα νωρίς εκείνη τη μέρα. Ίσως νωρίτερα από κάθε άλλη μέρα.
Η μία και μοναδική εμφανίστηκε πέντε λεπτά αφού πέρασε το τρίτο και όπως ήταν αναμενόμενο, εκείνη τη στιγμή τα πάντα μέσα μου άρχισαν να ανακατεύονται. Στομάχια, καρδιές, πνευμόνια και όλη η παρέα εκεί μέσα έστησαν χορό. Στεκόταν μπροστά μου και προς τα αριστερά, εμποδίζοντας με να δω το πρόσωπό της. Από την άλλη όμως, από εκεί μπορούσα να την κοιτάζω χωρίς τον φόβο να με δει και να με περάσει για λιγούρη – στην καλύτερη περίπτωση.
Μου άρεσαν τα πάντα πάνω της, ακόμη κι αν δεν έβλεπα το...κυρίως πιάτο. Αυτό θα προσπαθούσα να το δω μέσα στο λεωφορείο. Μου άρεσε το σχήμα του σώματος της, τα παπούτσια της, το παντελόνι, το μπουφάν, τα γλυκούλια ροζ γάντια της και το ιδίου χρώματος σκουφάκι, από το οποίο γλίτωναν λίγα από τα σχετικά κοντά καστανά μαλλιά της.
Το λεωφορείο έφτασε και φυσικά διάλεξα την πόρτα που διάλεξε εκείνη. Μέσα, είχα όλο το χρόνο να την καταβροχθίσω με τα μάτια μου. Για να μην τα πολυλογώ, τα μάτια της ήταν υπέροχα, τα γυαλιά της ήταν υπέροχα, η μύτη της και η μικρή ελιά δίπλα σε αυτήν ήταν υπέροχα. Από εκεί και κάτω τα χαρακτηριστικά της κάλυπτε ένα υπέροχο κασκόλ (κρύωνε μωρέ), αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήτανε κι εκείνα υπέροχα.
Όταν κατέβηκα στη στάση μου, μια διαφορετική σκέψη με έβγαλε από την ύπνωση στην οποία είχα βυθιστεί. Η φωνή της λογικής μου είπε: Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Αφού δεν πρόκειται να της μιλήσεις ποτέ.
Δεν είχε και άδικο. Μωρέ και πότε έχει άδικο η φωνή της λογικής; Αλλά την ακούμε ποτέ;
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και τις επόμενες μέρες. Απλά κοιτούσα.
Όταν τέσσερις ή πέντε μέρες μετά από την πρώτη δεν εμφανίστηκε, ένιωσα ένα αόρατο μαχαίρι να καρφώνεται στο στομάχι μου και σκέφτηκα ότι έπρεπε κάτι να κάνω. Αλλά στις σκέψεις, όλοι καλοί είμαστε.
Ευτυχώς, την επόμενη μέρα επανεμφανίστηκε και – για την ώρα – ησύχασα. Αναρωτιέμαι αν με πρόσεξε ποτέ. Όχι αν με κοίταξε, γιατί αυτό αναπόφευκτα θα συνέβη κάποια στιγμή. Ούτε βέβαια το άλλο άκρο, δηλαδή να τραβούσε όσα εγώ. Εννοώ απλά να είχα αποθηκευθεί σε κάποια θέση του μυαλού της και δίπλα στο πρόσωπό μου να υπήρχε έστω και μία λέξη που να περιέγραφε ποιος ήμουν για εκείνη. Οποιαδήποτε λέξη, καλή ή κακή.
Ήξερα πως αν ήθελα να ξεφύγω από αυτήν την διαρκή ονειροπόληση μου και να μπω στον πραγματικό κόσμο (στον οποίο ζούσε κι εκείνη αυτή που υπήρχε στις ονειροπολήσεις μου ήταν απλά ένα άψυχο αντίγραφο της), έπρεπε να προσπαθήσω να της μιλήσω.
Ωραία, και πως το κάνουμε αυτό;
Πολλά σκέφτηκα. Κάποια γελοία και κάποια άλλα γελοιότερα. Όπως για παράδειγμα, να σκοντάψω κατά λάθος πάνω της για να της ζητήσω συγγνώμη και να της πως πόσο χαζός και ατσούμπαλος είμαι, και να μου απαντήσει εκείνη χαμογελαστή ότι δεν πειράζει. Την επόμενη μέρα βέβαια θα της ξαναζητούσα συγγνώμη για την προηγούμενη και από εκεί και πέρα ήλπιζα να ξεκινούσε κάποια άλλη συζήτηση. Μεταξύ άλλων επίσης, σκέφτηκα να την ρωτήσω αν έχει ψιλά για να μου χαλάσει ώστε να βγάλω εισιτήριο, να της κολλήσω με τρόπο ένα αυτοκόλλητο στη πλάτη και μετά να της πω: «Εχμ, συγγνώμη, κάποιος σου κόλλησε ένα αυτοκόλλητο στην πλάτη. Κάτσε μισό λεπτό να σου το βγάλω». Κι έπειτα, δείχνοντας το θα συμπλήρωνα: «Τι χαζοί άνθρωποι που υπάρχουν στο κόσμο, ε;» Μέχρι που ξεκίνησα να βλέπω δυο – τρεις ρομαντικές ταινίες τη μέρα, μπας και ψαρέψω καμιά καλή ατάκα, αλλά τζίφος.
Εντάξει, δεν ήμουν και τόσο στα χαμένα όσο φαίνεται. Ήξερα πως σε τέτοιες περιπτώσεις, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να είναι απλά ο εαυτός του και να αφήσει τους θεατρινισμούς. Αλλά στην περίπτωσή μου, αν ήμουν απλά ο εαυτός μου, δεν θα της μιλούσα ποτέ! Γιατί ήμουν και ντροπαλός που να με πάρει ο διάολος. Δράμα!
Έτσι, σαν άλλο ξυπνητήρι, η επιχείρηση “πιάσε κουβέντα στη μία και μοναδική,” έπαιρνε καθημερινά 24ωρη αναβολή. Απλά αδυνατούσα να το κάνω. Κάθε φορά που έβλεπα το λεωφορείο να στρίβει τη γωνία και να πλησιάζει, έδινα στον εαυτό μου την ίδια ψεύτικη υπόσχεση: «Αύριο».
Σε όλα αυτά τα αύριο όμως, το μόνο που έκανα ήταν να στέκομαι δίπλα της. Στεκόμουν εκεί σαν άγαλμα κι εγώ, περιμένοντας κάτι να πατήσει το play της δικής μου ζωής. Μόνο που το πρόβλημα ήταν, πως αυτός που είχε το τηλεχειριστήριο ήμουν εγώ. Εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να πατήσει εκείνο το κουμπί, κάνοντας το πιο απλό πράγμα στον κόσμο: Να μιλήσω. Διάολε, ήμασταν και οι δύο ανθρώπινα όντα, το σημαντικότερο και πιο πρωτόγονο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η επικοινωνία που εκφράζεται με την ομιλία. Τα σκυλιά γαβγίζουν, οι γάτες νιαουρίζουν, οι άνθρωποι μιλάνε. Εγώ γιατί δεν μπορούσα να το κάνω; Έλεος, μερικές φορές αισθάνομαι λες και έπεσα από το διάστημα.
Το ένα αύριο έφερνε το άλλο και το άλλο το επόμενο, μέχρι που σε ένα από αυτά, μια Τρίτη, εκείνη δεν ήρθε. Δε βαριέσαι, θα είχε ρεπό. Όταν η μία Τρίτη έγινε μία εβδομάδα, το ρεπό έγινε άδεια. Όταν η μία εβδομάδα έγινε ένας μήνας, η άδεια έγινε κάποιο έκτακτο συμβάν. Όταν ο ένας μήνας έγινε δύο, ήξερα ότι είχα χάσει. Δεν θα ερχόταν ξανά.
Τον υπόλοιπο χρόνο, συνέχισα να πηγαίνω στη στάση κάθε πρωί. Όχι πως ήλπιζα σε κάτι. Όλο αυτό το διάστημα, δεν μπορούσα να ησυχάσω. Γιατί δεν ξανάρθε; Τι της είχε συμβεί; Ίσως να άλλαξε σπίτι ή πόλη, ίσως να αγόρασε αυτοκίνητο και να μετακινούταν πλέον με αυτό, ίσως να πέθανε. Ξέρω, μακάβριο, αλλά αυτό ήτανε που κυριαρχούσε στο μυαλό μου. Σκοτώθηκε σε κάποιο δυστύχημα, ή αρρώστησε και πέθανε. Δε ξέρω γιατί το μυαλό μου πήγαινε στο κακό. Και φυσικά αυτό γέννησε τις τύψεις. Άρχισα να αισθάνομαι ένοχος για έναν θάνατο, ο οποίος κατά 99,9% δε συνέβη ποτέ! Αλλά που μυαλό εκείνη τη περίοδο. Έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου πως αν τις είχα μιλήσει, αν γνωριζόμασταν, δεν θα της συνέβαινε αυτό που της είχε συμβεί. Στη προκειμένη τρελή περίπτωση, δεν θα είχε πεθάνει.
Περίπου ένα χρόνο μετά, έκοψα το λεωφορείο, αν και πάντα μόλις έβγαινα στο δρόμο έριχνα μια κλεφτή ματιά προς τη στάση.
Πέρασαν εννέα χρόνια, μέσα στα οποία άλλαξα δουλειά και γειτονιά. Παρόλα αυτά όμως, μια φορά το χρόνο, στη δεύτερη μέρα του Δεκέμβρη, διένυα περπατώντας την απόσταση δύο ωρών που χωρίζει την καινούρια από την παλιά μου γειτονιά. Επέστρεφα σε εκείνη τη στάση, μετρούσα τέσσερα λεωφορεία και στο πέμπτο έμπαινα και έφευγα. Γιατί το έκανα αυτό; Και πάλι δεν ξέρω, όμως εννοείται πως δεν περίμενα να τη ξαναδώ.
Πιστεύω πως η ζωή είναι ένα δέντρο με άπειρο αριθμό κλαδιών, τόσα πολλά και πυκνά, που κάθε, μα κάθε στιγμή που ζούμε βρισκόμαστε σε κάποια διακλάδωση και επιλέγεται, πότε από την τύχη και πότε από εμάς τους ίδιους, σε ποιο κλαδί θα μεταβούμε στη συνέχεια. Ένιωθα πως σε εκείνη τη στάση, εκείνο το κορίτσι, εκείνες τις μέρες, βρισκόταν σε κάποιο πολύ βασικό σταυροδρόμι της δικής μου ζωής. Ίσως το σημαντικότερο, που θα καθόριζε τη γενικότερη κατεύθυνση που θα ακολουθούσα μετέπειτα πάνω στο δέντρο. Είχαν περάσει τόσα χρόνια όμως, και ήξερα πως δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω σε εκείνο το κλαδί και να πάρω τον άλλο δρόμο. Ότι έκανα, έκανα, όσο κι αν το είχα σκυλομετανιώσει.
Τον δέκατο χρόνο, έφτασα εκεί αργά το απόγευμα. Σχεδόν είχε νυχτώσει βασικά, και στη στάση καθόταν μόνο ένα άτομο. Μια γυναίκα, που μόλις την είδα, ένα ξεχασμένο διακοπτάκι σηκώθηκε μέσα στο μυαλό μου. Δε μπορεί, σκέφτηκα και πλησίασα. Μου θύμιζε έντονα κάποια παλιά “γνώριμη,” αν και τη κοίταζα από τα πλάγια οπότε δεν ήμουν σίγουρος. Όσο πλησίαζα, τόσο εντονότερες ένιωθα τις εκρήξεις μέσα στο στομάχι μου. Αυτή είναι...
Έφτασα στη στάση και στάθηκα δίπλα της. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα επέστρεψαν γρήγορα στο δρόμο. Τελικά, άρχισα να έχω αμφιβολίες. Σκέφτηκα ότι αν ήταν εκείνη, θα ήμουν απόλυτα σίγουρος από το πρώτο νανοδευτερόλεπτο, όπως τότε, πριν μια δεκαετία.
Δεν άντεξα και ρώτησα: «Συγγνώμη, να σε ρωτήσω κάτι;» Εκείνη μου παραχώρησε το λόγο με ένα χαμόγελο κι ένα κούνημα του κεφαλιού. «Μήπως μένεις εδώ κοντά;»
«Μπα, όχι», μου απαντάει.
Αλλά εγώ επιμένω: «Μήπως έμενες παλιά εδώ; Πριν χρόνια;»
«Όχι, όχι. Γενικά είμαι καινούρια στην πόλη, πριν λίγες μέρες ήρθα για πρώτη φορά».
Απογοήτευση, αλλά όχι και τόσο. Σιγά μην ήταν εκείνη. Αν έπαιζα σε καμιά ρομαντική ταινία της κακιάς ώρας μπορεί και να εμφανιζόταν, αλλά τώρα...
«Α, μάλιστα», της κάνω.
«Να σου πω την αλήθεια, αυτή τη στιγμή έχω χαθεί», μου λέει. «Πήρα λάθος λεωφορείο και ούτε που ξέρω που βρίσκομαι τώρα. Ακόμη δεν μπορώ να συνηθίσω εδώ πέρα».
Ήμουν έτοιμος να χαμογελάσω και να φύγω. Αντί αυτού, κάθισα στο παγκάκι δίπλα της και τη ρώτησα αν μπορούσα να τη βοηθήσω.

SF Masterworks


Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Μην αλλάξεις πλευρό



Μην αλλάξεις πλευρό

Ο Μιχάλης ήταν έξι ετών, και σύμφωνα με τον πατέρα του, αρκετά μεγάλος ώστε να περιμένει να ακούσει κάποιο παραμύθι για να μπορέσει να κοιμηθεί. Η μητέρα του από την άλλη, πίστευε απλά ότι αργά ή γρήγορα θα το ξεπερνούσε και ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχούν.
Όμως δεν ήταν μόνο το παραμύθι αυτό που χρειαζόταν ο Μιχάλης για να κοιμηθεί ήσυχος. Από την καταραμένη μέρα που είδε εκείνη την ταινία με τους ιερείς και τους δαίμονες, το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έπεφτε στο κρεβάτι, ήταν να περάσει το χέρι του κάτω από αυτό και να νιώσει τη λεία λεπίδα του σουγιά που ήταν σφηνωμένος ανάμεσα στα σανίδια. Αν οι γονείς του είχαν γνώση αυτού του μυστικού, τότε θα υπήρχε λόγος να ανησυχήσουν.
Έτσι, όπως κάθε βράδυ, έλαβε την εντολή από την μητέρα του να πάει και να ξαπλώσει στο δωμάτιό του, για να τον ακολουθήσει κι εκείνη ένα λεπτό αργότερα. Ξάπλωσε κοιτάζοντας προς τον τοίχο. Πάντα προς τον τοίχο. Ποτέ δεν κοίταζε το άδειο και σκοτεινό δωμάτιο, τουλάχιστον όσο ήταν ακόμη ξύπνιος. Θα μπορούσε απλά να κλείσει τα μάτια του και να αδιαφορεί για την κατεύθυνση του κεφαλιού του. Το είχε σκεφθεί και ο ίδιος αυτό και μάλιστα το είχε δοκιμάσει κάποια μέρα. Αλλά ήταν αδύνατον. Γνωρίζοντας ότι το πρόσωπό του ήταν στραμμένο προς το σκοτεινό δωμάτιο, τα μάτια άνοιγαν από μόνα τους, λες και το σκοτάδι άπλωνε τα παγωμένα του χέρια και σήκωνε τα βλέφαρά του για να του δείξει τους εφιάλτες που έκρυβε μέσα του. Οπότε, ξαπλώνουμε κοιτάζοντας προς τον τοίχο, για να είμαστε σίγουροι και ασφαλείς.
Άκουσε τη μητέρα του να πλησιάζει το δωμάτιο και βούτηξε γρήγορα το χέρι του κάτω από το κρεβάτι. Ο σουγιάς ήταν εκεί. Εκείνη, τώρα μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε στο κρεβάτι δίπλα του.
“Θέλω την ιστορία με το δράκο σήμερα μαμά,” είπε ο Μιχάλης.
“Δεν είμαι η μαμά σου,” απάντησε μια υγρή, μπάσα φωνή, η οποία δεν θα μπορούσε να ανήκει σε κανένα ανθρώπινο ον. Κάπως έτσι θα ήταν η φωνή ενός κροκόδειλου, αν μπορούσε να μιλήσει.
Ο Μιχάλης τραντάχτηκε και άρχισε να τρέμει. Ήθελε να γυρίσει αλλά ήταν παγωμένος εκεί. Είχε παραλύσει.
Δεν το άκουσα αυτό, σκέφτηκε. Δεν υπάρχει τίποτα πίσω μου. Απλά το φαντάστηκα. Ναι, αφού συνέχεια φοβάμαι από τότε που είδα εκείνη την ταινία.
Δεν άκουσε ξανά την τερατώδη αυτή φωνή και σιγά σιγά άρχισε να πιστεύει ότι πράγματι την είχε φανταστεί. Η παράλυση του έσπασε και με αργές κινήσεις ξεκίνησε να περιστρέφει το σώμα του. Αλλά ήταν λάθος γιατί...
“Μην αλλάξεις πλευρό,” πρόσταξε η φωνή και έκανε το αίμα του Μιχάλη να παγώσει ξανά. “Θα σε σκοτώσω αν το κάνεις.”
“Ποιος είναι;” ρώτησε ο Μιχάλης και έβαλε τα κλάματα. “Που είναι η μαμά μου και ο μπαμπάς μου;”
“Τους σκότωσα και τους έφαγα,” είπε η φωνή ξεσπώντας σε ένα απαίσιο γέλιο. “Ω ναι, τους σκότωσα. Και θα κάνω το ίδιο και με εσένα αν δε σταματήσεις να κλαψουρίζεις. Μισώ τα παιδιά και όταν κλαψουρίζουν τα μισώ ακόμη πιο πολύ.”
Όμως ο Μιχάλης ήταν αδύνατο να μη συνεχίσει να κλαψουρίζει και τώρα οι λυγμοί του ήταν πιο δυνατοί από ποτέ.
“Σκάσε!” ούρλιαξε η φωνή και ο Μιχάλης υπάκουσε χωρίς να το καταλάβει. Ήταν λες και αυτή η απαίσια φωνή του πάγωσε τα δάκρυα.
“Είσαι ο δαίμονας. Ή ο παππάς από την ταινία,” είπε μετά από μισό λεπτό απόκοσμης σιωπής, θεωρώντας και τους δύο εξίσου τρομακτικούς.
“Είμαι πολλά πράγματα. Όλα αυτά που φαντάζεσαι όταν κοιτάζεις μέσα στο σκοτάδι.”
Ο Μιχάλης ένιωσε τα δάκρυα να εμφανίζονται ξανά πίσω από τα μάτια του αλλά προσπάθησε να τα κρατήσει εκεί. Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να διώξει αυτή τη φωνή με το μυαλό του, αλλά δεν τα κατάφερε, αφού δεν ήταν μια απλή φωνή μέσα στο κεφάλι του. Μπορούσε να νιώσει το βαθούλωμα στο στρώμα ακριβώς από πίσω του. Όσο και να έτρεμε στην ιδέα, αυτό που καθόταν εκεί ήταν αληθινό.
“Θα σου δώσω μια ευκαιρία να ζήσεις μικρέ, μιας και δεν πεινάω τόσο αυτή τη στιγμή,” είπε η φωνή. “Θα παίξουμε ένα παιχνίδι, τι λες;”
Ο Μιχάλης έμεινε σιωπηλός.
“Οι κανόνες είναι απλοί. Θα μείνουμε εδώ όλη νύχτα και αν μέχρι το πρωί κρατηθείς και δεν γυρίσεις να κοιτάξεις, τότε θα σου χαρίσω τη ζωή.”
Καμία απάντηση από το μαρμαρωμένο αγόρι.
“Εντάξει τότε, θα σε σκοτώσω τώρα.”
“Όχι! Εντάξει. Εντάξει.”
“Τέλεια,” είπε το πλάσμα από πίσω του με μια χροιά ικανοποίησης στη φωνή του (αν μπορούσες να πεις ότι αυτή η φωνή ήταν ικανή να πάρει και κάποια διαφορετική από την αυθεντική και άθλια χροιά της). “Δε θα τα καταφέρεις ποτέ μικρέ. Θα γυρίσεις αργά ή γρήγορα. Επειδή θέλεις να δεις. Νιώθω την περιέργεια στριμωγμένη μέσα στο μυαλό σου και δεν θα αργήσει να βγει στην επιφάνεια. Και τότε θα γυρίσεις και θα δεις. Πίστεψε με μικρέ, δε θέλεις να με δεις.”
Ο Μιχάλης τότε ένιωσε κάτι (δάχτυλο;) να αγγίζει το μπράτσο του και τράβηξε απότομα το χέρι του. Θεέ μου με άγγιξε. Όχι!
“Γυρίζεις την πλάτη σου στο σκοτάδι και στο φόβο κάθε βράδυ, έτσι δεν είναι; Αλλά για πόση ώρα νομίζεις ότι μπορείς να αντέξεις, όταν ξέρεις ότι πίσω σου στέκεται ο χειρότερος σου εφιάλτης; Θέλεις να αντικρίσεις αυτό τον εφιάλτη, όσο τρομακτικός κι αν ξέρεις ότι είναι. Ακόμη κι αν ξέρεις ότι θα σε κατασπαράξει.”
Θα πεθάνω, σκέφτηκε ο Μιχάλης και προσπάθησε να προσευχηθεί από μέσα του. Όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ούτε την πρώτη φράση όταν άκουσε ξανά αυτό το φρικαλέο γέλιο, πιο δυνατό από ποτέ, να αντανακλάται στους τοίχους του δωματίου και να επιστρέφει ενισχυμένο στα αφτιά του. Του δωματίου; Αυτός ο αντίλαλος έμοιαζε να προέρχεται από τους ακανόνιστα πετσοκομμένους τοίχους ενός σπηλαίου και όχι από τους επίπεδους και καθαρούς τοίχους ενός παιδικού δωματίου.
“Οι προσευχές δεν μπορούν να σε βοηθήσουν μικρέ. Είναι ψεύτικες. Δεν ξέρεις καν σε ποιον προσεύχεσαι.”
“Προσεύχομαι στο Θεό!” απάντησε ο Μιχάλης με θάρρος που εξέπληξε ακόμη και τον ίδιο.
“Δεν υπάρχει Θεός μικρέ. Εγώ είμαι ο μόνος Θεός σε αυτό το δωμάτιο και θα σε καταβροχθίσω ολόκληρο όπως το φίδι καταπίνει το ποντίκι, όταν γυρίσεις και με κοιτάξεις. Γιατί θα γυρίσεις τελικά, δεν μπορείς να ξεφύγεις.”
Ο σουγιάς!
Μέσα στον πανικό του, η ύπαρξή του είχε σβηστεί από το μυαλό του. Τώρα άρχισε να μετακινεί το τρεμάμενο χέρι του προς την κρυψώνα του. Σταμάτησε. Πρέπει να τον απασχολήσω γιατί θα με καταλάβει.
“Πως σε λένε;” ρώτησε και ταυτόχρονα άρχισε να ψάχνει για τον σουγιά κάτω από το κρεβάτι.
“Πως με λένε; Τι με πέρασες, για άνθρωπο; Δεν έχω ένα όνομα μικρέ. Έχω το όνομα και το πρόσωπο του κάθε εφιάλτη σου.”
Τα δάχτυλά του άγγιξαν τον σουγιά. Τον ελευθέρωσε και τον κράτησε όσο πιο σφιχτά του επέτρεπε ο τρόμος του. Τότε ήταν που ένιωσε τον απόλυτο φόβο. Το πλάσμα χωρίς όνομα είχε σκύψει, πλησιάζοντας το σίγουρα φρικτό πρόσωπό του στο δικό του.
“Δεν μπορείς να ξεφύγεις,” ψιθύρισε και με κάθε λέξη του ο Μιχάλης μπορούσε να νιώσει και να μυρίσει την βρωμερή αναπνοή του στο πρόσωπό του. Τα χείλη του (αν ήταν χείλη), άγγιξαν το απαλό του μάγουλο. Ήταν λες και ήθελε να τον φιλήσει. “Θα γυρίσεις και θα με κοιτάξεις μικρέ. Γιατί δεν το κάνεις τώρα; Έλα. Ξέρω ότι το θέλεις. Γύρνα να σου ξεριζώσω αυτό το μικρό, άθλιο πρόσωπο.”
Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε ο μικρός Μιχάλης συγκεντρώνοντας όσο θάρρος του είχε απομείνει. Δεν ήταν πολύ, ο φόβος είχε εξαφανίσει το περισσότερο, αλλά ήταν αρκετό ώστε να τον κάνει να βγάλει μία κραυγή και να γυρίσει απότομα, καρφώνοντας τη λεπίδα στο σώμα αυτού του διαβόλου. Ένας αδύναμος και ανατριχιαστικός ήχος παράχθηκε από αυτή την επαφή και ο Μιχάλης επιβεβαιώθηκε ότι αυτό το πλάσμα ήταν αληθινό και είχε σάρκα και οστά. Έπειτα ακούστηκε μια κακόφωνη κραυγή γεμάτη μίσος και αγανάκτηση (και πόνο;)
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και ο Μιχάλης δεν μπορούσε να δει τίποτα. Προσπάθησε μόνο να απομακρυνθεί, όταν άκουσε βήματα από τον διάδρομο έξω από το δωμάτιό του. Κάποιος ερχόταν τρέχοντας.
Η σιλουέτα που εμφανίστηκε στην πόρτα ήταν γνωστή. Ήταν ο πατέρας του.
“Τι συνέβη;” φώναξε και άνοιξε το φως. “Τι – ”
Τα λόγια του είχαν χαθεί.
Ο Μιχάλης κοίταξε στο κρεβάτι δίπλα του και κατάλαβε ότι οι χειρότεροι εφιάλτες δεν χρειάζονται το σκοτάδι για να κάνουν την εμφάνιση τους. Οι χειρότεροι εφιάλτες δεν φοβούνται κανένα φως και σε κατασπαράζουν αμέσως μόλις βρουν την ευκαιρία. Για αυτούς, κάθε στιγμή, είναι η κατάλληλη στιγμή. Έτσι και ο Μιχάλης τώρα, αντίκριζε τον δικό του χειρότερο εφιάλτη, μπροστά στον οποίο οι δαίμονες και οι ιερείς έμοιαζαν με ροζ κουνελάκια που χόρευαν. Γιατί ο δικός του εφιάλτης, ήταν η εικόνα της μητέρας του, με ένα σουγιά καρφωμένο στο στήθος της και το σκούρο κόκκινο αίμα να πηγάζει από το στόμα της και να στάζει πάνω στο σκληρό εξώφυλλο του αγαπημένου του παραμυθιού.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Το Κακό Πράγμα



Το Κακό Πράγμα

1

Η Βάσια ανακάτεψε τα τραγούδια της, φόρεσε τα ακουστικά της, το αγαπημένο της κόκκινο καπέλο και για ακόμη ένα πρωινό, ξεκίνησε να κάνει πετάλι. Της είχε γίνει συνήθεια πλέον. Όχι μια απλή ρουτινιάρικη συνήθεια, αλλά μία αγαπημένη συνήθεια. Ένα από τα ωραιότερα εξηντάλεπτα του εικοσιτετραώρου της και ακόμη ένας καλός λόγος να σηκωθεί νωρίς από το κρεβάτι της, με το οποίο δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις τον τελευταίο καιρό. Ειδικά όμως από τη μέρα που συνέβη το Κακό Πράγμα, χρειαζόταν αυτή τη βόλτα περισσότερο από ποτέ.
Η ώρα ήταν – όπως κάθε φορά – οκτώ το πρωί και το παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης ήταν σχεδόν έρημο. Βρισκόταν εκεί κάθε πρωί, όμως κάθε φορά εντυπωσιαζόταν το ίδιο από το πόσο διαφορετικό έδειχνε σε εκείνες τις πρωινές ώρες. Ήταν άδειο, αλλά με την καλή έννοια άδειο. Μερικά μέρη είναι ομορφότερα χωρίς τους ανθρώπους να τα κατακλύζουν.
Οδήγησε το ποδήλατό της προς τα ανατολικά, προσπερνώντας που και που άντρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών που βγήκαν για το πρωινό τους τρέξιμο. Δεν ήταν και πολλοί. Από τα αριστερά της, σαφώς περισσότερα, την προσπερνούσαν με τη σειρά τους τα πολύχρωμα, μεταλλικά κτήνη, τα οποία έβγαλαν οι ιδιοκτήτες τους για το δικό τους “τρέξιμο.” Όμως η Βάσια θεωρούσε ότι τα αυτοκίνητα δεν είχαν καμία θέση στον κόσμο μέσα στον οποίο έκανε την πρωινή της βόλτα κι έτσι προσπάθησε να τα κρατήσει νοητά εκτός των ορίων του.
Στα δεξιά της τώρα, βρισκόταν η θάλασσα του Θερμαϊκού κόλπου, η οποία σήμερα φαινόταν ανέλπιστα καθαρή. Όμως η απόστασή από το “φαίνεται” μέχρι το “είναι,” γενικά είναι πολύ μεγάλη και η Βάσια πίστευε, ότι όταν μιλάς ειδικά για τον Θερμαϊκό, αυτή η απόσταση ανάμεσα στις δύο έννοιες είναι τόσο μεγάλη που θα μπορούσε να χωρέσει ένας ολόκληρος γαλαξίας ανάμεσά τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κοίταζε μέσα σε αυτά τα νερά και φανταζόταν μεταλλαγμένα από τη μόλυνση τέρατα να περιφέρονται στο βυθό τους. Χταπόδια με δεκατρία πόδια, γιγαντιαίες κόκκινες μέδουσες, καβούρια με εξήντα μάτια και άλλα παρόμοια χαριτωμένα πλάσματα.
Η μέρα ήταν ιδιαίτερα ζεστή αλλά αυτό δεν την πείραζε καθόλου και συνέχισε να κινείται κατά μήκος της παραλίας διατηρώντας μια σταθερή ταχύτητα. Χρησιμοποιούσε αυτή τη βόλτα για να χαλαρώσει και να καθαρίσει το μυαλό της. Ένα μυαλό, που μία ώρα αργότερα στο τηλεφωνικό κέντρο θα δέχονταν εκατοντάδες μηνύματα από άγνωστες στην ίδια φωνές.
Άλλα όχι σήμερα. Σήμερα, η Βάσια δεν θα πήγαινε στη δουλειά, εξαιτίας της αγάπης της για έναν ήχο.
Μετατοπίστηκε προς τα δεξιά, πλησιάζοντας προς την θάλασσα για να ανέβει στην ξύλινη αποβάθρα. Για λίγο έβγαλε τα ακουστικά της. Ήθελε να απολαύσει τον ήχο που παρήγαγαν οι ρόδες του ποδηλάτου της, καθώς περνούσαν πάνω από τα μικρά κενά που υπήρχαν ανάμεσα στα σανίδια. Με λίγη φαντασία, μπορούσες να πεις ότι έμοιαζε με την ήχο ενός τρένου. Κάθε φορά που τον άκουγε χαμογελούσε. Δεν ήξερε γιατί χαμογελούσε, δεν ήξερε καν γιατί της άρεσε αυτός ο ήχος. Πολλές φορές είχε πιάσει τον εαυτό της να ρωτάει τι ήταν αυτό που την έλκυε σε αυτόν.
Δεν ξέρω, απλά μου αρέσει, απαντούσε η ίδια. Γιατί πρέπει να αιτιολογούμε το κάθε τι που μας αρέσει; Για κάποιον μυστήριο λόγο με κάνει και χαμογελάω και εμένα αυτό μου αρκεί. Νομίζω αυτή είναι και η καλύτερη αιτιολόγηση.
Ειδικά τώρα, αυτό το χαμόγελο είχε αποκτήσει μεγαλύτερη αξία, αφού είχε εξαφανιστεί από τα χείλη της από τη στιγμή που συνέβη το Κακό Πράγμα πριν μερικές ημέρες. Το Κακό Πράγμα που είχε αλλάξει πολλά στην ζωή, τόσο της ίδιας όσο και της οικογένειάς της.
Από κάπου στον δρόμο, εκατό μέτρα μακριά της, ακούστηκε μια στριγκλιά που άνηκε στα λάστιχα ενός από τα μεταλλικά κτήνη που την προσπέρασαν νωρίτερα. Η στριγκλιά διακόπηκε από έναν δυνατό γδούπο.
Κάποιος δεν είχε τα μάτια στο δρόμο του, σκέφτηκε η Βάσια και γύρισε το κεφάλι της προς τα αριστερά για να κοιτάξει. Μερικά κτήρια όμως της έκοβαν τη θέα από το συμβάν. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα έτρεχαν αμέσως να δουν τι είχε συμβεί, όχι από ενδιαφέρον αλλά από κουτσομπολιό, συνεπώς αποφάσισε απλά να συνεχίσει τη βόλτα της. Έτσι, μόλις δύο δευτερόλεπτα αργότερα γύρισε ξανά το κεφάλι της στο δρόμο της, ο οποίος όμως είχε εξαφανιστεί και τη θέση του είχε πάρει το γαλάζιο σεντόνι του Θερμαϊκού.
Δύο δευτερόλεπτα αφηρημάδας είναι υπεραρκετά ώστε να σε οδηγήσουν πάνω στο προπορευόμενο αυτοκίνητο, να σε ρίξουν στο γκρεμό, να σε περάσουν στο αντίθετο ρεύμα του δρόμου και σε ότι σε περιμένει εκεί (μια ψηλή μαύρη φιγούρα με κουκούλα και δρεπάνι είναι το πιο συνηθισμένο), ή όπως στην περίπτωση της Βάσιας, να σε πετάξουν στη θάλασσα.
Πριν σπάσει την γαλάζια και λεία επιφάνεια, πρόλαβε να κάνει δύο πράγματα: Να σκεφθεί ότι, κάποια δεν είχε τα μάτια της στο δρόμο της, και να κλείσει μάτια, στόμα και μύτη.
Το νερό ήταν κρύο, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε. Το ποδήλατο βυθίστηκε γρήγορα στον πάτο της θάλασσας και δεν πρόλαβε να το σώσει. Όμως και αυτό ήταν δευτερεύον. Αυτό που προείχε, ήταν να βγει από το νερό το συντομότερο δυνατόν. Για καλή της τύχη, δέκα περίπου μέτρα μακρύτερα, υπήρχαν σκαλοπάτια που αναδύονταν από την επιφάνεια της θάλασσας και σε ανέβαζαν στην ξύλινη αποβάθρα.
Στο ένα λεπτό που χρειάστηκε ώστε να κολυμπήσει μέχρι εκεί και να καθίσει στα σκαλοπάτια, κανείς δεν πέρασε από εκείνο το σημείο και η Βάσια ήταν ευγνώμον για αυτό. Φαντάστηκε πως θα ήταν να της συνέβαινε αυτό κατά τη διάρκεια του απογεύματος και ανατρίχιασε. Θα προτιμούσε να πνιγεί από το να βγει έξω και να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα αδιάκριτα βλέμματα που θα είχαν μαζευτεί εκεί για να ταΐσουν την περιέργειά τους, σαν τα μυρμήγκια γύρω από ένα κομμάτι ψωμί.
Δοκίμασε το τηλέφωνό της, αλλά ήταν νεκρό. Φυσικά και ήταν. Έβγαλε το μαύρο λαστιχάκι που ήταν περασμένο στον καρπό της, μάζεψε τα μαλλιά της και τα έκρυψε κάτω από το καπέλο της. Ένιωσε γελοία. Όλη η κατάσταση ήτανε γελοία. Δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να γελάσει με αυτό που συνέβη. Σαν να μην της έφτανε το Κακό Πράγμα, έτυχε τώρα και αυτό.
Ηρέμησε Βάσια, σκέφτηκε. Απλά μείνε εδώ για λίγο. Ο καιρός είναι ζεστός. Σε δέκα λεπτά θα έχεις στεγνώσει και μετά θα πας γρήγορα στο σπίτι να πλυθείς.
Στο σπίτι; πετάχτηκε μια φωνή μέσα της. Μήπως θέλεις να πεις στο νοσοκομείο, ξανθούλα;
Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει στο νοσοκομείο. Το μισούσε και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το αποφεύγει, πολλές φορές λέγοντας ψέματα στους γονείς της (αλλά και στον εαυτό της) για τα συμπτώματα που εμφάνιζε αν τύχαινε να αρρωστήσει καμιά φορά.
Στο δρόμο για το σπίτι, το μυαλό της άρχισε να σχηματίζει εικόνες βασισμένες στους – όχι και τόσο – μύθους που η ίδια είχε δημιουργήσει για τα νερά του Θερμαϊκού. Σε αυτές τις εικόνες, τα μαλλιά της άρχισαν γίνονται πράσινα, τα νύχια της να σπάνε και γλοιώδης βεντούζες να ξεφυτρώνουν κάτω από τα δάχτυλα των ποδιών της. Αυτά ήταν αρκετά για να την κάνουν να επιταχύνει.

2

Έφτασε στο άδειο – δόξα τους Θεούς – σπίτι, άνοιξε το θερμοσίφωνα και τηλεφώνησε στη δουλεία για να δηλώσει άρρωστη.
Το μπάνιο ήταν τριπλό και όταν βγήκε από αυτό, το δέρμα της ήταν κόκκινο από το τρίψιμο. Αλλά γιατί δεν αισθανόταν καθαρή; Σκέφτηκε να μπει για ακόμη έναν γύρο αλλά δεν το έκανε. Ήταν το μυαλό της. Μετά από αυτό που έγινε, δεν θα ξανάνιωθε ποτέ εντελώς καθαρή. Ένας διάολος μέσα στο μυαλό της θα της ψιθύριζε συνεχώς ότι υπάρχει ακόμη κάποια γωνιά του σώματός της, στην οποία έχουν απομείνει μερικά βρωμερά και μεταλλαγμένα μικρόβια του Θερμαϊκού.
Στάθηκε μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη του δωματίου της. Εκεί που άλλες φορές αντίκριζε τον εαυτό της μέσα σε δεκάδες διαφορετικά ρούχα μέχρι να επιλέξει ποιο θα φορέσει τελικά, τώρα αντίκριζε το κοκκινισμένο της σώμα. Πως γίνεται τα πράγματα να αλλάζουν τόσο ραγδαία μόνο όταν πρόκειται για κακό; Από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να σου συμβούν εκατομμύρια δυσάρεστα πράγματα που να σου αλλάξουν τη ζωή προς το χειρότερο. Μπορείς να πεθάνεις με άπειρους τρόπους, εσύ ή κάποιος της οικογένειάς σου, να τραυματιστείς σοβαρά, να απολυθείς από τη δουλειά σου, να καεί το σπίτι σου, να χάσεις την περιουσία σου και πολλά ακόμη. Διάλεξε και πάρε. Τόσα πολλά Κακά Πράγματα που μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή από τη μια στιγμή στην άλλη. Μπορείς να πεις το ίδιο και για τα Καλά Πράγματα; Υπάρχει κάτι που μπορεί να συμβεί ξαφνικά και αναπάντεχα και να σου φτιάξει τη ζωή από τη μια στιγμή στην άλλη; Κάποιος θα μπορούσε να αναφέρει μια ενδεχόμενη νίκη στο λαχείο. Αυτό είναι σωστό, εν μέρη όμως, αφού τα εκατομμύρια ενός λαχείου σε καμία περίπτωση δεν σου εγγυώνται ότι η ζωή σου θα αλλάξει προς το καλύτερο. Ένα τροχαίο όμως; Μία φωτιά; Ένας θάνατος; Όλα αυτά και πολλά ακόμη έρχονται με εγγύηση εφ' όρου ζωής ότι από εκεί και πέρα θα ζεις σε μια κόλαση.
Εξέτασε το μπροστά μισό του σώματός της πιθαμή προς πιθαμή και δεν είδε τίποτα περίεργο. Έκανε μεταβολή και γύρισε το κεφάλι της για να εξετάσει και το υπόλοιπο μισό, όταν είδε να υπάρχει κάτι κολλημένο ψηλά στην πλάτη της και άρχισε να τρέμει ολόκληρη. Ήταν έτοιμη να βγάλει μία κραυγή αλλά δεν πρόλαβε. Είχε ήδη λιποθυμήσει.

3

Με πήρε ο ύπνος στο πάτωμα; σκέφτηκε καθώς σηκωνόταν όρθια, είκοσι λεπτά αργότερα. Αν την είχε πάρει ο ύπνος, τότε είχε δει ένα περίεργο όνειρο, στο οποίο υπήρχε ένα καβούκι χελώνας κολλημένο στην πλάτη της. Μα φυσικά και ήταν όνειρο. Και ίσως τελικά να μην ήταν και το μόνο. Ίσως και το Κακό Πράγμα να μην είχε συμβεί, ίσως ήταν κι αυτό μέρος αυτού του Κακού ονείρου.
Όμως όταν γύρισε την πλάτη της στον καθρέπτη αντίκρισε την σκληρή και παράλογη αλήθεια, που είχε την μορφή ενός καβουκιού χελώνας κολλημένο στην πλάτη της. Άρχισε να τρέμει και πάλι, όμως αυτή τη φορά δε λιποθύμησε.
Ήταν τρελό, ήταν παράλογο, αλλά ήταν εκεί. Ένα εξόγκωμα ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, στο σημείο όπου δεν μπορούσε να φτάσει με τα χέρια της, όσο και αν τεντωνόταν. Προσπάθησε ξανά αλλά δεν τα κατάφερε. Το μέγεθος του ήταν όσο ένα μπαλάκι του τένις, καφέ με πράσινες μικρές στάμπες και λεπτές χαρακιές στην επιφάνειά του. Ήταν το καβούκι μιας χελώνας, χωρίς αμφιβολία πια.
Η Βάσια άρχισε να τινάζει απότομα το σώμα της ,αλλά μάταια. Ήταν απλά ένα καβούκι ή μια ζωντανή χελώνα; Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και οι τρίχες της ανασηκώθηκαν φανερώνοντας τον τρόμο της. Τελικά είχε δίκιο για τα πλάσματα στον βυθό του Θερμαϊκού. Έβλεπε ένα από αυτά στο ίδιο της το σώμα! Και ποιος ξέρει τι της είχε κάνει. Μπορεί να την είχε δηλητηριάσει ή ακόμη και να της ρουφούσε το αίμα. Κάποιο είδος χελώνας βαμπίρ ίσως; Γιατί όχι. Ένιωθε ότι όλα ήταν πιθανά πλέον.
Έτρεξε στην κουζίνα και επέστρεψε μπροστά στον καθρέφτη κρατώντας ένα μαχαίρι με λεπίδα είκοσι εκατοστών. Λίγες ώρες νωρίτερα έκοβε ψωμί για το πρωινό της με αυτό το μαχαίρι και τώρα ετοιμαζόταν να κόψει μία χελώνα κρεμασμένη στο σώμα της. Απλά και καθημερινά πράγματα δηλαδή.
Η λεπίδα πλησίαζε αργά αργά προς το καβούκι της χελώνας και η Βάσια προσπαθούσε να μαντέψει τι θα συνέβαινε μόλις την ακουμπούσε. Θα αρχίσει αντανακλαστικά να με δαγκώνει. Θα σκάβει μέσα στο δέρμα μου μέχρι να φτάσει στο κόκαλο. Θα-
Η λεπίδα ακούμπησε το σκληρό καβούκι, αλλά τίποτα από αυτά δε συνέβη και η Βάσια άφησε ελεύθερη την αναπνοή που κρατούσε τα προηγούμενα δευτερόλεπτα. Τώρα ακούμπησε την επίπεδη πλευρά της λεπίδας στο δέρμα της και προσπάθησε να τη γλιστρήσει κάτω από τη χελώνα. Μόλις η άκρη της λεπίδας πέρασε στη σκιά κάτω από το καβούκι, η Βάσια άκουσε μία γυναικεία φωνή να ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι της.
“Όχι!!!”
Κάθε σημείο του σώματός της τραντάχτηκε και το μαχαίρι έπεσε από τα χέρια της στο σκληρό πάτωμα. Η αναπνοή της ανέβασε στροφές σαν να έτρεχε σε αγώνα. Ο παραλογισμός δεν φαινόταν να είχε τέλος.
“Μη το κάνεις αυτό σε παρακαλώ,” είπε τώρα η γυναικεία φωνή χαμηλώνοντας την έντασή της.
Μάλιστα, τώρα ακούω και φωνές, σκέφτηκε η Βάσια. Αυτό είναι το τέλος λοιπόν. Τρέξε να φύγεις, πριν σε πιάσουν και σε πετάξουν στο τρελάδικο.
“Είμαι τρελή,” ψιθύρισε και έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα της. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Όλα αυτά προέρχονταν από το Κακό Πράγμα. Την οδήγησε στην τρέλα τελικά.
“Δεν είσαι τρελή Βάσια,” είπε η φωνή.
“Ποιος μιλάει!” φώναξε εκείνη κοιτάζοντας γύρω στο δωμάτιο.
“Ξέρω ότι ακούγεται τρελό, αλλά μη φρικάρεις. Είμαι η μικρή χελώνα στην πλάτη σου.”
Η Βάσια άρχισε να γελάει. Ένα γέλιο χωρίς ίχνος χαράς μέσα του. Παράνοιας ίσως, χαράς όχι. Σήκωσε το μαχαίρι από το πάτωμα.
“Όχι!” είπε η χελώνα. “Σε παρακαλώ, μην το κάνεις. Δεν θα καταφέρεις τίποτα. Δεν μπορείς να με ξεκολλήσεις από εκεί. Όχι έτσι τουλάχιστον. Άκουσε με.”
Το μαχαίρι έπεσε και πάλι. Η ανάγκη να κλάψει, τώρα ήταν πιο έντονη από ποτέ.
“Σε παρακαλώ, προσπάθησε να ηρεμήσεις,” συνέχισε η χελώνα. “Νομίζεις ότι έχεις τρελαθεί αλλά δεν είναι έτσι. Αλήθεια είμαι η χελώνα. Πήγαινε στον καθρέπτη και κοίταξε ξανά.”
Η Βάσια τώρα υπάκουσε σαν υπνωτισμένη, αλλά γύρισε με δισταγμό την πλάτη της όταν έφτασε εκεί.
“Κοίταξε στο καβούκι μου. Θα δεις το κεφάλι μου...τώρα.”
Και πράγματι, ένα μικροσκοπικό καφέ κεφαλάκι ξετρύπωσε από την κορυφή, με δύο μαύρα μάτια σε μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας πάνω σε αυτό, ένα σε κάθε πλευρά.
“Συγγνώμη που προσκολλήθηκα πάνω σου, αλλά δεν ήταν επιλογή μου. Το ρεύμα με έφερε στο δρόμο σου. Μην ανησυχείς όμως, δεν θα σου κάνω κακό. Ξέρω και για το Κακό Πράγμα που συνέβη – ”
“Πως τα ξέρεις όλα αυτά;” μίλησε μετά από ώρα η Βάσια. Πριν όμως πάρει απάντηση από τη χελώνα συνειδητοποίησε κάτι εξίσου τρελό με όλα τα υπόλοιπα. “Αυτή η φωνή...η φωνή σου. Είναι η δικιά μου φωνή! Έτσι δεν είναι; Πως γίνεται...”
“Οι χελώνες δεν έχουν φωνή Βάσια, ακόμη και ένα τέτοιο...ιδιαίτερο είδος σαν εμένα. Τώρα είμαστε ενωμένες κατά κάποιο τρόπο και μπορώ να χρησιμοποιώ τη δική σου φωνή για να επικοινωνώ μαζί σου. Μοιραζόμαστε πράγματα τώρα, και έτσι μπορώ να ξέρω αυτά που ξέρω για σένα. Μπορώ να βλέπω τις σκέψεις σου. Δεν τις βλέπω όλες όμως, δεν θα ήταν σωστό. Αλλά αυτές που βρίσκονται στα πάνω στρώματα του μυαλού σου, αυτά που σε απασχολούν πιο πολύ, δεν μπορώ να τα αποφύγω.”
“Δε μπορεί να συμβαίνει αυτό,” είπε η Βάσια. “Μήπως να ξαναδοκιμάσω με το μαχαίρι.”
“Εμπρός δοκίμασε αν θέλεις, αλλά να ξέρεις ότι δε θα καταφέρεις τίποτα. Μπορείς να με σκοτώσεις με αυτό, αλλά δεν μπορείς να με ξεκολλήσεις από πάνω σου.”
“Τι είσαι; Ποια είσαι;”
“Είμαι μια χελώνα, προφανώς. Δεν είμαι ούτε θηλυκό ούτε αρσενικό όμως. Το είδος μου είναι από τα πρώτα που εμφανίστηκαν στον πλανήτη, περίπου διακόσια εκατομμύρια χρόνια πριν. Εγώ είμαι περίπου τριακοσίων χιλιάδων ετών – ”
“Όχι! Σταμάτα!” τη διέκοψε η Βάσια. “Όχι άλλο! Εντάξει, έκανα μία υποχώρηση και δέχτηκα, για την ώρα τουλάχιστον, ότι μία χελώνα που διαβάζει τις σκέψεις μου και μιλάει με την φωνή μου είναι καρφωμένη στην πλάτη μου, όσο τρελά και να ακούγονται όλα αυτά. Σε παρακαλώ όμως, μη το κάνεις πιο τρελό από ότι ήδη είναι.”
“Έχεις δίκιο, συγγνώμη. Ίσως καλύτερα να μιλήσουμε αργότερα ή αύριο. Θα κοιμηθώ τώρα, προτείνω να κάνεις κι εσύ το ίδιο.”
Η Βάσια ντύθηκε και ξάπλωσε μη ξέροντας τι να πιστέψει. Ένα μέρος της πίστευε ότι αν αποδεχθεί την ύπαρξη της χελώνας, ουσιαστικά θα αποδέχονταν την ίδια της την τρέλα. Πως μπορούσε να το αμφισβητήσει όμως; Την έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια και την άγγιξε, έστω και με το μαχαίρι. Και η φωνή ήταν εκεί, δυνατή και καθαρή. Οι τρεις από τις πέντε αισθήσεις της επιβεβαίωναν την παρουσία της χελώνας. Ήταν μια ισχυρή πλειοψηφία, αν σκεφτεί κανείς ότι η θέαση και μόνο ενός φαινομένου συνήθως αρκεί ώστε να αποδεχθούμε την ύπαρξή του.
Παραδόξως, ο ύπνος ήρθε και μάλιστα γρήγορα.

4

Ξυπνώντας, αυτή τη φορά δεν είχε την ελπίδα ότι όλα μπορεί να ήταν ένα όνειρο. Ή σωστότερα, ένας εφιάλτης. Ήξερε ότι θα έβλεπε την χελώνα πριν καν ο καθρέπτης της το επιβεβαιώσει.
Οι γονείς της είχανε γυρίσει εντωμεταξύ, αλλά εννοείται ότι δεν τους ανέφερε τίποτα από όσα της είχαν συμβεί. Ούτε την πτώση στη θάλασσα, ούτε ότι δε πήγε στη δουλειά, ούτε φυσικά την τρελή ιστορία με τη χελώνα. Σήμερα ήταν περισσότερο νευρική και απόμακρη αλλά οι γονείς της δεν το πρόσεξαν. Όλοι τους είχανε αλλάξει από τότε που συνέβη το Κακό Πράγμα.
“Έχεις κάποιο όνομα;” ρώτησε η Βάσια εκείνο το βράδυ.
“Όνομα;” αναρωτήθηκε η χελώνα. “Όχι. Μπορείς να μου δώσεις εσύ ένα αν θέλεις.”
“Δε πειράζει, αν χρειαστεί θα σε λέω απλά χελώνα.”
“Όπως νομίζεις.”
“Ωραία λοιπόν, πως θα σε βγάλω από πάνω μου;”
“Υπάρχουν δύο τρόποι. Ο ένας είναι να κόψεις ένα μεγάλο μέρος της πλάτης σου, κινδυνεύοντας να κάνεις κακό στον εαυτό σου, αλλά και σε εμένα που θα πεθάνω μετά από κάτι τέτοιο.”
“Και ο άλλος;”
“Ο άλλος είναι ο φυσικός τρόπος, όπου θα χωριστούμε χωρίς πόνο και αίματα.”
“Ωραία, διαλέγω τον δεύτερο. Τι πρέπει να κάνουμε;”
“Υπάρχουν κάποια μέρη στον κόσμο, κάποια πολύ ξεχωριστά μέρη.”
“Τι μέρη;”
“Είναι μικρές λίμνες. Πρέπει να πάμε σε κάποια από αυτές.”
“Και που είναι αυτές;”
“Δεν ξέρω ακριβώς. Ξέρω ότι υπάρχουν τέσσερις στο σύνολο. Για την ακρίβεια πέντε, αλλά η πέμπτη είναι στο φεγγάρι.”
Η Βάσια γέλασε. “Δεν υπάρχουν λίμνες στο φεγγάρι.”
“Ναι...ας την αφήσουμε καλύτερα αυτή την πέμπτη, δεν έχει σημασία.”
“Μη με κάνεις να αρχίσω να σε αμφισβητώ πάλι, τώρα που σε συνήθισα και κάνω μεγάλη προσπάθεια να πιστέψω αυτά που ακούω.”
Σε συνήθισα λέει! πετάχτηκε μια φωνή. Συγχαρητήρια Βάσια, οδεύεις ολοταχώς να φορέσεις την λευκή στολή.
“Σωστά,” είπε η χελώνα. “Ξέρω ότι αντιστοιχεί μία από αυτές τις λίμνες για κάθε σημείο του ορίζοντα. Ξέρω που είναι, αλλά δεν ξέρω τις ονομασίες που έχετε δώσει σε αυτές τις περιοχές εσείς οι άνθρωποι. Θα πρέπει να κοιτάξω λίγο βαθύτερα μέσα στο μυαλό σου για να δω. Αν βέβαια υπάρχει μέσα στο μυαλό σου παγκόσμιος χάρτης. Έχω την άδεια σου;”
“Ναι, τελείωνε.”
Η Βάσια δεν ένιωσε στην πραγματικότητα κάτι όση ώρα η χελώνα ψαχούλευε μέσα στο μυαλό της, αλλά ήταν σίγουρη ότι εκείνη την στιγμή δέχτηκε κάποιο είδος νοητικού βιασμού.
Μετά από τέσσερα δευτερόλεπτα η χελώνα ανακοίνωνε: “Κίνα στην ανατολή, Ανταρκτική στο νότο, Νορβηγία στο βορρά και Μεξικό στη δύση.”
Η Βάσια έμεινε σιωπηλή.
“Ποιο είναι πιο κοντά;” ρώτησε η χελώνα.
“Το φεγγάρι,” απάντησε κοφτά η Βάσια.
“Τι;”
“Πλάκα κάνω,” είπε η Βάσια και χαμογέλασε.
Μα ναι! Κάνει και πλάκες τώρα το κορίτσι μας! Τι λες Βάσια; Μήπως θα γίνετε και κολλητές με τη χελώνα και θα κάνετε ταξιδάκια στην Ανταρκτική; Ξεκόλλα πριν είναι πολύ αργά.
Η Βάσια έκανε πέρα – για την ώρα – αυτές τις σκέψεις και συγκεντρώθηκε σε μία λέξη που είπε η χελώνα: Νορβηγία. Η Νορβηγία ήταν το όνειρό της εδώ και οκτώ χρόνια, κατά τα διάρκεια των οποίων έβαζε συνεχώς χρήματα σε έναν κουμπαρά με τη Νορβηγική σημαία. Πίστευε ότι αν υπήρχε παράδεισος, τότε βρισκόταν σε αυτήν τη χώρα. Τοπία της Νορβηγίας απεικονίζονταν σε τρεις αφίσες του δωματίου της, αλλά και στις ταπετσαρίες του υπολογιστή της και του – πνιγμένου πλέον – κινητού της. Στον υπολογιστή μάλιστα διατηρούσε έναν φάκελο ονόματι “Norge,στον οποίο βρίσκονταν αποθηκευμένες πάνω από δύο χιλιάδες φωτογραφίες. Από κάποιο σημείο και μετά σταμάτησε να τον ενημερώνει γιατί φοβόταν ότι όταν με το καλό έκανε το ταξίδι, θα τα είχε δει όλα από φωτογραφίες και θα έλειπε η μαγεία της ανακάλυψης και της έκπληξης. Το σχέδιο έλεγε ότι το ταξίδι θα γινόταν σε δύο χρόνια από τώρα, όταν και θα τέλειωνε τη σχολή της.
“Υποθέτω ότι επιλέγουμε τον βορρά τελικά,” είπε η χελώνα. “Συγγνώμη, αλλά κάποιες σκέψεις σου είναι σαν φωτεινές ταμπέλες μπροστά στα μάτια μου. Δε γίνεται να μην τις διαβάσω.”
“Τι; Όχι, δεν ξέρω. Είναι νωρίς,” είπε η Βάσια σαν υπνωτισμένη.
“Ποτέ δεν είναι νωρίς για να κάνεις κάτι που ονειρευόσουν χρόνια,” είπε η χελώνα. “Αν δεν το κάνεις με την πρώτη ευκαιρία, μπορεί να μην υπάρξει δεύτερη.”
Η Βάσια δήλωσε ότι χρειαζόταν κάποιες μέρες να σκεφτεί και η χελώνα συμφώνησε, αφού πρώτα την προέτρεψε να μην το καθυστερήσει πολύ.

5

Μέτρησε τα χρήματα που είχε μαζέψει αναλογιζόμενη ταυτόχρονα το πόσο ηλίθιο ήταν αυτό που σκεφτόταν να κάνει. Αν και οριακά, έμοιαζαν να φτάνουν ώστε να πραγματοποιηθεί το ταξίδι.
“Δεν μπορώ να το κάνω αυτό,” είπε η Βάσια το επόμενο βράδυ. “Είναι τρελό και επικίνδυνο και οι γονείς μου δεν θα με αφήσουν ποτέ.”
“Μάλιστα,” είπε η χελώνα. “Δεν ήθελα να σου πω αυτό που θα σου πω τώρα, αλλά πλέον αναγκάζομαι να το κάνω. Δεν έχεις επιλογή Βάσια. Δεν μπορώ να ζήσω πάνω από ένα μήνα πάνω στην πλάτη σου. Άνθρωποι και χελώνες δεν μπορούνε να ζουν μαζί. Θα πεθάνω. Μπορεί να μη νοιάζεσαι για εμένα, λογικό είναι, αλλά δεν ξέρω τι επιπτώσεις θα έχει αυτό σε εσένα την ίδια. Μπορεί καμία, μπορεί πολλές και δυσάρεστες. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε δηλητηριάζω τον εαυτό μου, αφού τρέφομαι από το αίμα σου. Μην ανησυχείς, είναι απειροελάχιστες οι ποσότητες και ο οργανισμός σου ούτε που καταλαβαίνει τη διαφορά. Όμως αυτή δεν είναι τροφή για εμένα, αλλά μόλυνση, και πλέον ο μόνος τρόπος να εξαγνιστώ και να συνεχίσω να ζω είναι να κολυμπήσω σε μία από τις λίμνες. Οπότε ζητάω τη βοήθειά σου. Ο μόνος τρόπος να βοηθήσεις τον εαυτό σου, είναι να βοηθήσεις εμένα. Ακούγεται εκβιαστικό αυτό, αλλά είναι η αλήθεια. Δεν ήταν επιλογή μου να ενωθούμε, αλλά ότι έγινε...έγινε.”
Πρώτα το Κακό Πράγμα και τώρα αυτό, σκέφτηκε η Βάσια. Ποιος πρωτοείπε ότι ενός κακού μύρια έπονται; Θέλω να τον συναντήσω και να του σφίξω το χέρι.
“Εξάλλου,” συμπλήρωσε η χελώνα. “Θα κάνεις και το ταξίδι των ονείρων σου.”
Το επόμενο βράδυ...
“Θα πρέπει να μου δείξεις έναν αναλυτικότερο χάρτη αυτής της...Νορβηγίας,” είπε η χελώνα.
“Και πως θα το κάνω αυτό;” ρώτησε με γνήσια απορία η Βάσια.
“Απλά βρες κάποιον και κοίτα τον.”
“Κι εσύ πως θα τον δεις;”
“Μέσα από τα μάτια σου, πως αλλιώς;”
“Βλέπεις και μέσα από τα μάτια μου;” Η Βάσια έπαθε ένα μικρό σοκ.
“Φυσικά.”
“Δεν μου το είχες πει!”
“Το θεώρησα προφανές, από τη στιγμή που σου είπα ότι μπορώ να διαβάζω το μυαλό σου και να σου μιλώ με τη φωνή σου.”
Ναι, βέβαια σου μιλάει με τη φωνή σου. Αυτό είναι φυσιολογικό. Όλοι οι τρελοί ακούνε φωνές, εσύ απλά ακούς τη δική σου.
Η Βάσια βρήκε τον χάρτη και η χελώνα της έδειξε την ακριβή τοποθεσία. Το χέρι της έτρεμε πολύ άσχημα τη στιγμή που ήταν έτοιμη να κάνει κλικ στο πράσινο πλαίσιο το οποίο δήλωνε: “Επιβεβαίωση αγοράς εισιτηρίου,” σαν να την προειδοποιούσε ότι βρισκόταν στα πρόθυρα ενός τεράστιου λάθους.
Τελικά κατάφερε να ελέγξει τα δάχτυλά της και να κάνει το κλικ της ζωής της.
Η απάντηση που έλαβε ήταν η εξής:
Θεσσαλονίκη - Macedonia International (SKG)
08:05 22/09/2011
Μόναχο - Franz Josef Strauss (MUC)
09:20 22/09/2011
Μόναχο - Franz Josef Strauss (MUC)
13:05 22/09/2011
Τρόντχαϊμ - Vaernes (TRD)
16:15 22/09/2011


Τελική Τιμή: 539.21 €
Απέμεναν 3 ημέρες για το ταξίδι, στις οποίες η Βάσια ετοίμασε τα πράγματά της και προμηθεύθηκε ότι τις έλειπε, κυρίως εξοπλισμό κατασκήνωσης. Όλα αυτά έγιναν κρυφά από τους γονείς της. Δεν γινόταν να τους το πει. Έφερε στο μυαλό της τον διάλογο που θα λάμβανε χώρα:
Θα πάω ένα ταξίδι.
Γιατί; Πότε; Που; απάντησαν οι γονείς της σαν σε χορωδία.
Στη Νορβηγία.
Τι; Τρελάθηκες;
Πρέπει να πάω! Άλλωστε, πάντα το ήθελα.
Το ξέρουμε, αλλά γιατί τώρα; Τι σε έπιασε; Δεν μπορείς να φύγεις τώρα Βάσια, και το ξέρεις πολύ καλά αυτό. Πρέπει να –
Άκουσε αρκετά.
Το πρωινό της 22ας Σεπτεμβρίου, η μητέρα της Βάσιας διάβαζε με τρεμάμενα χέρια το λακωνικό σημείωμα που βρήκε κρεμασμένο στο ψυγείο:
Έφυγα για ένα μικρό ταξίδι. Θα γυρίσω σε μία εβδομάδα. Μην ανησυχήστε. Σας αγαπώ.
Βάσια.
Φυσικά δεν περίμενε να έχει αντίκρυσμα η προτροπή της ώστε να μην ανησυχήσουν. Αυτό ήταν αδύνατο, και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να της τηλεφωνήσουν αμέσως. Το κινητό της όμως ήταν κλειστό και λίγο αργότερα το βρήκαν νεκρό στο δωμάτιό της. Κανείς από τους φίλους της δεν ήξερε το παραμικρό, ενώ μόλις επικοινώνησαν με τη δουλειά της, με έκπληξη πληροφορήθηκαν πως είχε παραιτηθεί πριν από δύο ημέρες.
Και μετά από όλα αυτά ζητάς να μην ανησυχούμε; Χέσε μας ρε Βάσια.




6
Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ της με αεροπλάνο κι ένιωσε έναν μικρό πανικό τη στιγμή που πέρασε τις πόρτες του αεροδρομίου.
Που πάω τώρα; Από που παίρνω το εισιτήριό μου; Με τις αποσκευές τι παίζει; Και πρέπει να κάνω και αυτό το...check in, ε; Αυτό πως το κάνουμε;
Ένιωσε μία έντονη παρόρμηση να κάνει μεταβολή και να γυρίσει πίσω. Προλάβαινε ακόμη να φτάσει σπίτι πριν ξημερώσει και να κατεβάσει το αποχαιρετιστήριο γράμμα από το ψυγείο πριν το δει κανένας. Δεν είχε καμία δουλεία σε αυτό το αεροδρόμιο.
Κοίτα γύρω σου Βάσια, όλους αυτούς τους ανθρώπους. Όλοι ξέρουν προς τα που να κατευθυνθούν, ενώ εσύ όχι, επειδή δεν έχεις καμία δουλειά εδώ. Γιατί δεν κάνεις αυτή τη μεταβολή λοιπόν; Ε; Τι λες;
Κοίταξε αρχικά στην πόρτα της εξόδου κι έπειτα προς τα εκδοτήρια.
Έλα τώρα Βάσια, αφού έχεις αποφασίσει ήδη, φύλαξε το δράμα για κάποια άλλη στιγμή, σκέφτηκε και ξεκίνησε προς τα εκδοτήρια.
Στάθηκε τυχερή αφού ο υπάλληλος έδειξε υπερβολική διάθεση να την βοηθήσει σε όλα, σίγουρα περισσότερη από εκείνη που θα έδειχνε σε οποιονδήποτε άλλο. Και γιατί να μην το κάνει άλλωστε; Είχε απέναντί του μια νέα και όμορφη κοπέλα που χρειαζόταν τη βοήθειά του. Για κάτι τέτοιες στιγμές ζούνε οι άντρες υπάλληλοι. Βέβαια κανείς δεν ήξερε αν θα έδειχνε τον ίδιο ζήλο μαθαίνοντας ότι η συγκεκριμένη κοπέλα είχε κρεμασμένη στην πλάτη της μία χελώνα ηλικίας 300.000 ετών, η οποία είχε την ικανότητα να διαβάζει σκέψεις.
Τελικά, χάρη στη πολύτιμη βοήθεια του υπαλλήλου, κατάφερε να απογειωθεί.
Κατά τη διάρκεια των πτήσεων είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή της για να σκεφθεί το πόσο γρήγορα είχαν γίνει όλα. Το Κακό Πράγμα, η βουτιά στη θάλασσα, η χελώνα και τώρα αυτό το τρελό ταξίδι. Ένιωθε ότι η ζωή της είχε ξαφνικά μετατραπεί σε μια σειρά από ντόμινο, όπου το ένα γεγονός πυροδοτούσε την έναρξη του επόμενου. Ποιο θα ήταν το επόμενο και τι την περίμενε εκεί πάνω;
7

Η χελώνα παρέμεινε σιωπηλή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και η Βάσια έπιασε τον εαυτό της να ανησυχεί λιγάκι. Τις τελευταίες ημέρες είχε αρχίσει να νιώθει κάποια ίχνη συμπόνοιας προς το μικροσκοπικό αυτό πλάσμα. Ένιωθε ότι κατά κάποιον τρόπο, ήτανε ένα μέρος του εαυτού της τώρα.
Όταν προσγειώθηκε στο Τρόντχαϊμ, πίστεψε ότι είχε έρθει σε κάποιον καινούριο και άγνωστο κόσμο. Τα πάντα ήταν διαφορετικά. Τα τοπία, η αρχιτεκτονική, οι δρόμοι, ακόμη και οι ήχοι και η μυρωδιά στην ατμόσφαιρα. Μέχρι και ο ήλιος φαινόταν λίγο περίεργος, αλλά αυτό ήταν φυσιολογικό από τη στιγμή που βρισκόταν λίγα μόλις χιλιόμετρα νότια του αρκτικού κύκλου.
Νοίκιασε ένα δωμάτιο για το βράδυ και ξεφορτώθηκε το σακίδιο της. Είχε πάρει μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Λίγα ρούχα, αλλά χοντρά και ογκώδη, πυξίδα, χάρτες, εξοπλισμό κατασκήνωσης. Άφησε πίσω της κάθε ηλεκτρονική συσκευή (με μοναδική εξαίρεση τη συσκευή αναπαραγωγής πολυμέσων, γνωστή στην ελληνική γλώσσα ως Mp3 Player), με πρώτο και καλύτερο το κινητό της τηλέφωνο. Δεν το άφησε γιατί ήταν νεκρό, αλλά επειδή δεν ήθελε να έχει καμία επαφή με την πατρίδα όσο θα βρισκόταν εκεί. Η υπόθεση ήταν αυστηρά προσωπική. Εξάλλου, τι καλά νέα θα μπορούσε να λάβει μέσω τηλεφώνου; Τα καλά νέα της είχανε γυρίσει την πλάτη εδώ και καιρό.
Κι αν πάθεις κάτι; της ψιθύρισε μία φωνή.
Δεν θα πάθω.
Διάφορα μπορούν να συμβούν στους ανθρώπους, πόσο μάλιστα όταν βρίσκονται μόνοι τους σε μία ξένη χώρα. Ποιος θα σε βοηθήσει;
Θα βοηθήσω μόνη μου τον εαυτό μου. Άντε χάσου τώρα.
Η φωνή χάθηκε και η Βάσια βγήκε στους δρόμους της πόλης, όχι για τουρισμό, δεν είχε όρεξη για τέτοια τώρα, αλλά για να βρει κάποιο κατάστημα ενοικίασης ποδηλάτων. Έπειτα θα γυρνούσε να κοιμηθεί, γιατί είχε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά της.

8

Τοποθέτησε το ποδήλατό της στον ειδικό χώρο που υπήρχε για αυτά (έπαθε ένα μικρό πολιτισμικό σοκ μόλις έμαθε ότι υπήρχε τέτοιο πράγμα) στο τρένο των 07.38 για το Μπόντο, στο οποίο θα έφτανε δέκα ώρες αργότερα.
Όταν το τρένο άρχισε να τσουλάει, η Βάσια συνειδητοποίησε πως είχε κάνει ένα ασυγχώρητο λάθος. Δεν είχε φέρει μαζί της τη φωτογραφική μηχανή. Μπορεί να μην είχε όρεξη για τουρισμό, όμως αυτή η διαδρομή της την επέβαλε με το ζόρι. Τα τοπία από τα οποία πέρασε ήταν τέτοιας εξωφρενικής ομορφιάς που ήταν σαν να δήλωναν: “Εδώ επικρατεί χούντα, κοπελιά. Δεν επιτρέπονται κατσουφιασμένα μούτρα και μαύρη διάθεση. Θα σε κάνουμε να χαμογελάσεις και να ανέβεις με το έτσι θέλω!”
Η Βάσια ήταν ευγνώμων για αυτή τη δικτατορία που επέβαλε το φυσικό περιβάλλον και άρχισε αμέσως να αισθάνεται πολύ καλύτερα. Στις δέκα ώρες που διήρκεσε το ταξίδι, ελάχιστες ήταν οι στιγμές που το πρόσωπό της ξεκόλλησε από το παράθυρο. Έμοιαζε με ένα μικρό κοριτσάκι που ανέβαινε για πρώτη φορά στο τρενάκι του λούνα παρκ. Και όπως συμβαίνει στα μικρά κοριτσάκια, έτσι και από τη Βάσια είχανε εξαφανιστεί, έστω και για λίγο, όλες οι κακές αναμνήσεις και οι στεναχώριες. Ακόμη και το Κακό Πράγμα έμοιαζε να υποχωρεί στα βάθη του μυαλού της, αν και ήταν αδύνατο να βγει τελείως από αυτό.
Η χελώνα μίλησε μετά από μέρες εκείνο το βράδυ στο Μπόντο, τη στιγμή που από το παράθυρο του πανδοχείου ο ήλιος φαινόταν να έχει βάλει φωτιά στον ορίζοντα με την κάθοδό του.
“Νόμιζα πως πέθανες,” είπε η Βάσια.
“Απλά κοιμόμουν,” απάντησε η χελώνα. Η Βάσια ένιωσε να ζαλίζεται ακούγοντας μετά από καιρό τη φωνή της μέσα στο κεφάλι της. “Αλλά θα πεθάνω αν δεν φτάσουμε σύντομα στη λίμνη.”
“Αύριο, αν μπορέσουμε να βρούμε τη σωστή. Υπάρχουν μισό εκατομμύριο λίμνες σε αυτή τη χώρα.”
“Μη σε απασχολεί αυτό, θα τη βρούμε.”
“Είσαι πράγματι τόσο μεγάλη όσο λες;”
“Ναι, αν και στα μισά από αυτά τα χρόνια κοιμόμουν.”
“Δεν μεγαλώνεις; Σωματικά εννοώ.”
“Όχι, και γι' αυτό μπορώ και επιζώ τόσα πολλά χρόνια.”
Η Βάσια χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά. “Αδύνατον,” μουρμούρησε.
“Τίποτα δεν είναι αδύνατο, Βάσια. Από όσα έχω καταλάβει όσες μέρες είμαι μαζί σου, εσείς οι άνθρωποι νομίζετε ότι τα ξέρετε όλα, αλλά αυτό είναι τελείως λάθος. Υπάρχουν πολλά και μεγάλα μυστικά σε αυτό το κόσμο για τα οποία δεν έχετε τη παραμικρή γνώση. Εγώ είμαι ένα ζωντανό παράδειγμα.”
“Έχεις οικογένεια;”
“Όλοι έχουνε οικογένεια, αν και στο είδος μας δεν είναι τόσο δεμένη όπως σε εσάς. Είστε πολύ τυχεροί σε αυτό το θέμα, ελπίζω να το ξέρετε.”
“Ναι,” είπε η Βάσια κοιτάζοντας το κόκκινο στέμμα που χάρισε στον ορίζοντα ο εξαφανισμένος πλέον ήλιος. “Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές το ξεχνάμε αυτό.”
Έφυγε από το παράθυρο με προορισμό το κρεβάτι της, αφού για μια ακόμη μέρα θα έπρεπε να ξυπνήσει πριν την ανατολή του ηλίου.
“Ακόμη δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πως έφτασα ως εδώ. Πριν δύο ημέρες ήμουν στο σπίτι μου και τώρα...” γέλασε μέσω της μύτης της. “Είναι ένα μικρό θαύμα, κι εγώ δεν πιστεύω στα θαύματα.”
“Κακώς,” είπε η χελώνα. “Θαύματα συμβαίνουν, μόνο που δεν είναι ο Θεός αυτός που τα κάνει, αλλά οι άνθρωποι.”

9

Από το Μπόντο, το πλοίο την μετέφερε στη νήσο Ροστ, αλλά ακόμη δεν είχε φτάσει στον τελικό της προορισμό που ήταν ένα μικρό νησάκι στα δυτικά του. Το όνομά του ήταν Ρενς και πληροφορήθηκε ότι δεν υπήρχε συγκοινωνία για να φτάσει εκεί, μιας και ήταν ακατοίκητο. Ο μόνος τρόπος, ήταν να πείσει κάποιον που είχε το κατάλληλο μέσον ώστε να τη μεταφέρει.
Στις αποβάθρες του Ροστ βρήκε έναν ψαρά διατεθειμένο να το κάνει και μετά από μία – δεν θα την έλεγες και τόσο – συζήτηση στα αγγλικά και κυρίως με νοήματα, κατάφερε να του εξηγήσει τι ήθελε. Έτσι ήλπιζε τουλάχιστον. Ο ασυνήθιστα νέος για ψαράς, την μετέφερε στο Ρενς, αλλά επέστρεψε αμέσως πίσω. Αν συνεννοήθηκαν σωστά, θα περνούσε το επόμενο πρωί να την πάρει, όταν και θα επέστρεφε από το ψάρεμα.
Πέρα από μια υποτυπώδη ξύλινη αποβάθρα, το νησί ήταν άδειο. Το έδαφος του ήταν εντελώς επίπεδο, σαν μια φέτα τυρί, με κοντή πράσινη βλάστηση να το καλύπτει εξολοκλήρου. Το μόνο που έδινε κάποιο ανάγλυφο σχήμα και όγκο στο νησί ήταν μια ομάδα από ψηλούς βράχους στην απέναντί, νότια πλευρά του. Κι εκεί ήτανε που έπρεπε να πάει, στο νότιο άκρο του νησιού.
Ξεκίνησε με αεροπλάνο, συνέχισε με τρένο, πλοίο και βάρκα, και τώρα θα ολοκλήρωνε αυτό το τρελό και μακρύ ταξίδι της με το ποδήλατο.
Με το ποδήλατο, όπως ξεκίνησε πριν κάτι μέρες, σκέφτηκε για πρώτη φορά η Βάσια και χαμογέλασε.
Το νησί, αντικειμενικά μιλώντας, θα έλεγες ότι ήταν άσχημο, αφού δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα μικρό κομμάτι επίπεδης γης με κάτι βράχια στην άκρη της, αλλά παρόλα αυτά το λάτρεψε ολόψυχα.
Και για μια ακόμη φορά, ξεκίνησε να κάνει πετάλι.
Χρειαζόταν μόλις δεκαπέντε λεπτά για να διασχίσεις το νησί και η Βάσια άρχισε να ανησυχεί όταν έβλεπε ότι η το έδαφος τελείωνε σύντομα και δεν υπήρχε καμία λίμνη τριγύρω.
“Συνέχισε να προχωράς προς τα βράχια και μην ανησυχείς,” είπε η χελώνα διαβάζοντας την ανησυχία της και είχε δίκιο.
“Σου φαίνεται για λίμνη εσένα αυτό το πράγμα;” είπε η Βάσια καθώς στεκόταν στις όχθες μιας στρογγυλής τρύπας στο έδαφος διαμέτρου δέκα μέτρων. “Πιο πολύ με μια μεγάλη λακκούβα μου μοιάζει εμένα.”
Πάνω από την νότια όχθη της, υψώνονταν τα βράχια σαν τεράστια τείχη που την προστάτευαν από τους κακούς νότιους ανέμους. Από τον βορρά το μέρος ήταν ανοιχτό. Ήταν λες και αυτά τα βράχια συνέλεγαν τον παγωμένο βόρειο αέρα και τον διοχέτευαν μέσα στη λίμνη.
Μόλις τελείωσε με το στήσιμο της σκηνής, κάθισε οκλαδόν δίπλα από τη λίμνη. Ο ουρανός ήταν καθαρός, ο ήλιος κατέβαινε γρήγορα και σύντομα θα έκανε κατάδυση στα παγωμένα νερά του αρκτικού κύκλου.
“Τι κάνουμε τώρα;” ρώτησε η Βάσια.
“Απλά θα κολυμπήσεις μέσα στη λίμνη και δεν θα με δεις ή ακούσεις ποτέ ξανά,” είπε η χελώνα.
“Δεν θα παγώσω;”
“Δε νομίζω. Πιστεύω θα σου αρέσει.”
“Που θα πας όταν φύγεις από πάνω μου;”
“Στον ωκεανό, λέω να ταξιδέψω ακόμη πιο βόρεια. Ίσως να βρω κι ένα ταίρι και να κάνουμε οικογένεια, ποιος ξέρει.”
“Οπότε...πρέπει να αποχαιρετιστούμε τώρα;”
“Υποθέτω πως ναι. Σ' ευχαριστώ που μου έσωσες τη ζωή και συγγνώμη αν έκανα τη δική σου άνω-κάτω.”
“Μη το σκέφτεσαι, η ζωή μου ήταν έτσι κι αλλιώς άνω-κάτω τελευταία. Κι εγώ σ' ευχαριστώ. Αν δεν ήσουν εσύ ίσως να μην έκανα ποτέ αυτό το ταξίδι. Στην αρχή είχα ενδοιασμούς, αλλά τώρα δε το μετανιώνω. Νιώθω πολύ καλύτερα αυτές τις μέρες. Είναι λες και αυτό το μέρος έχει κάτι μαγικό που σε κάνει να ξεχνάς αυτά που σε πονάνε.”
“Κοντά είσαι,” είπε η χελώνα και η Βάσια σηκώθηκε όρθια για να βγάλει τα ρούχα της. Το νερό λογικά θα ήταν παγωμένο αλλά αυτό δεν την ένοιαζε πια. Στάθηκε γυμνή μπροστά στη λίμνη, κοιτάζοντας την αντανάκλαση της στην σχεδόν ακίνητη επιφάνειά της. Ο αέρας ήταν κρύος και ένιωσε σαν να μπήκε μέσα σε μια μεγάλη κατάψυξη, αλλά και πάλι δεν την ένοιαζε. Ήταν έτοιμη να κάνει το πρώτο βήμα μέσα στο νερό, όταν η χελώνα την διέκοψε.
“Α! Περίμενε!” αναφώνησε. “Παραλίγο να το ξεχάσω. Κάνε μια χάρη στον εαυτό σου και μην κοιμηθείς νωρίς απόψε, εντάξει;”
“Γιατί;” ρώτησε η Βάσια απορημένη.
“Θα δεις. Καν' το και δεν θα το μετανιώσεις.”
“Εντάξει,” είπε η Βάσια και έκανε το πρώτο βήμα μέσα στο νερό. “Καλό ταξίδι.”
Μυστηριωδώς, το νερό δεν ήταν κρύο. Δεν ήταν και ζεστό βέβαια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν φανταζόταν τέτοια θερμοκρασία σε ένα τέτοιο μέρος. Η αίσθηση του νερού πάνω στο σώμα της ήταν επίσης διαφορετική από ότι είχε συνηθίσει στις θάλασσες που είχε κολυμπήσει κατά καιρούς. Δεν ήταν ούτε η έλλειψη αλατιού που συναντάται στις λίμνες, αλλά κάτι διαφορετικό που έκανε την Βάσια να επιπλέει χωρίς να προσπαθεί ιδιαίτερα. Ένιωθε ότι θα μπορούσε να κολυμπάει εκεί για μέρες χωρίς να κουραστεί.
Είχε φύγει η χελώνα; Δεν μπορούσε να δει ούτε στην πλάτη της, ούτε κάτω από την επιφάνεια του νερού, οπότε άρχισε να ψιθυρίζει, “Είσαι εδώ; Χελώνα;”
Δεν πήρε καμία απάντηση. Η χελώνα είχε πλέον φύγει. Πιθανόν τώρα να κολυμπούσε μέσα σε κάποιο τούνελ που θα την έβγαζε στον ωκεανό.
Κράτησε την αναπνοή της και βυθίστηκε κάτω από την επιφάνεια, για ένα ολόκληρο λεπτό, κάτι το οποίο δεν είχε καταφέρει ποτέ ξανά. Το ρεκόρ της ήτανε μόλις δεκατέσσερα δευτερόλεπτα. Τι είχε σκεφτεί πριν κάτι μέρες; Ότι το μυαλό της δεν θα την άφηνε να νιώσει εντελώς καθαρή ποτέ ξανά μετά την πτώση στον Θερμαϊκό; Έκανε λάθος. Τώρα αισθανόταν πιο καθαρή από ποτέ, σωματικά αλλά και ψυχολογικά, λες και όλα της τα προβλήματα βυθίστηκαν στον πάτο της λίμνης.
Όταν αποφάσισε τελικά να βγει από αυτήν, είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει. Κοίταξε στην πλάτη της μέσω της αντανάκλασης της και επιβεβαίωσε ότι η χελώνα την είχε αφήσει. “Ευχαριστώ,” ψιθύρισε χωρίς να ξέρει γιατί ακριβώς το έκανε.
Η ζεστασιά των χοντρών ρούχων ήταν καλοδεχούμενη, τώρα που καθόταν έξω από την σκηνή κοιτάζοντας προς τον βορρά, με το ποδήλατό της να σχεδιάζει μια μαύρη σκελετωμένη φιγούρα πάνω στον βιολετί ουρανό. Ήταν μια εικόνα για φωτογραφία αλλά...την επόμενη φορά.
Άραγε θα μπορέσω να ξανάρθω ποτέ; Μακάρι. Μακάρι...
Ο ουρανός έγινε μαύρος, τα αστέρια εμφανίστηκαν κατά χιλιάδες πάνω του και η Βάσια καθόταν ακόμη έξω από τη σκηνή της, κόκκινο μπουφάν, μάλλινα γάντια και σκουφάκι, το ακάλυπτο πρόσωπο της κόκκινο από το κρύο. Αλλά έτι μία φορά, δεν έδινε δεκάρα.
Και τότε ήταν που ξεκίνησε η πιο εντυπωσιακή παράσταση που η φύση μπορεί να προσφέρει.
Αρχικά η Βάσια τρόμαξε, καθώς νόμιζε πως όντως τα είχε χάσει, αφού μετά τη φωνή της χελώνας, τώρα έβλεπε και πράγματα που δεν μπορούσαν να υπάρχουν. Ένα άλλο μέρος του εαυτού της, πίστευε ότι γινόταν μάρτυρας σε μία επιδρομή εξωγήινων στον πλανήτη. Τελικά, της πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει ότι απλά αντίκριζε το Βόρειο Σέλας.
Ένιωσε την καρδιά της να ελαττώνει την ταχύτητα με την οποία της χάριζε παλμούς ζωής, λες και ήθελε κι εκείνη να ρίξει μια κλεφτή ματιά στον ουρανό. Ήταν ότι πιο επιβλητικό και υπέροχο είχανε δει τα μάτια της σε όλη της τη ζωή, με διαφορά από το δεύτερο, τόσο μεγάλη που...απλά δεν υπήρχε δεύτερο.
Ένιωσε τόσο μικρή απέναντι σε αυτές τις κολοσσιαίες, αιθέριες πράσινες κουρτίνες που κυμάτιζαν μπροστά από τον νυχτερινό ουρανό και έμοιαζαν να είναι κρεμασμένες από τα ίδια τα αστέρια. Άλλαζαν σχήματα, εξαφανίζονταν και δημιουργούνταν νέες, λες και κάποιος Θεός εκεί πάνω αποφάσισε να παίξει λίγο με τον πράσινο φακό του.
Το βλέμμα της Βάσιας, αλλά και όλο της το σώμα, είχαν παγώσει απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, κάνοντάς την να μοιάζει με πέτρινο άγαλμα. Σκεφτόταν πως δεν μπορούσαν να υπάρχουν κακά πράγματα στον κόσμο. Φυσικά και δεν μπορούσαν, ήταν αστείο. Και το Κακό Πράγμα που είχε συμβεί στην ίδια; Ποιο Κακό Πράγμα; Ένιωθε ότι είχε σβηστεί τελείως από το μυαλό της τώρα.
Στο παρελθόν είχε δει πολλές φωτογραφίες και βίντεο του Βόρειου Σέλαος, όμως τώρα όλα αυτά της φαίνονταν αστεία, φθηνές απομιμήσεις της αλήθειας, οι οποίες τελικά δεν μπορούσαν να μεταφέρουν παρά ένα απειροελάχιστο ποσοστό της πραγματικής μαγείας που ένιωθε εκείνη τη στιγμή.
Ξάπλωσε ανάσκελα στο γρασίδι και φόρεσε τα ακουστικά της, κοιτάζοντας πάντα την παράσταση που έδιναν τα φώτα στον ουρανό. Η οθόνη πάνω στη μικρή συσκευή που βρισκόταν μέσα στην τσέπη της τώρα δήλωνε: “Glósóli – Sigur Rós.”
Γνώρισα την αληθινή γαλήνη, σκέφτηκε ακούγοντας την μουσική και κοιτάζοντας τον ουρανό. Χαμογέλασε. Ένιωθε πως δεν υπήρχαν όρια πια. Η γραμμή ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο είχε εξαφανιστεί. Είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα ακόμη και να πετάξω αυτή τη στιγμή αν προσπαθούσα.
Καθώς το τραγούδι έφτανε στο τέλος του και τα μάτια της σιγά σιγά έκλειναν, ένιωσε τα πιο γλυκά δάκρυα της ζωής της να κυλούν στους κροτάφους της και να βρέχουν το γρασίδι. Ήταν δάκρυα ανακούφισης, λες και τα τελευταία υπολείμματα του Κακού Πράγματος και όλων των Κακών Πραγμάτων που είχε ζήσει βρίσκονταν μέσα σε αυτά.
Όταν η μουσική σιώπησε, είχε μόλις αποκοιμηθεί. Ονειρεύτηκε.

10

Βρισκόταν στο σπίτι της, και διάβαζε ένα βιβλίο ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Ήταν μόνη και ήταν βράδυ. Ένα δυνατό βουητό την έκανε να σηκώσει τα μάτια της από το βιβλίο και ένα ακόμη δυνατότερο να το αφήσει στο κρεβάτι και να σηκωθεί όρθια. Ο ήχος προέρχονταν από το δρόμο. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Τώρα ακουγόταν πιο δυνατός από ποτέ, συνοδευόμενος από μικρότερους μεταλλικούς ήχους, σαν σπαθιά που χτυπάνε μεταξύ τους. Η Βάσια είδε μια κατάμαυρη σκιά να πηγάζει από τη γωνία και να μεγαλώνει με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Ένα ήταν σίγουρο για αυτό που θα εμφανιζόταν από τη γωνία: ήταν τεράστιο και σίγουρα Κακό. Προς στιγμήν, ένιωσε έτοιμη να επιστρέψει στο δωμάτιό της, να σφραγίσει πόρτες και παράθυρα και να κρυφτεί κάτω από τα σκεπάσματα. Με μια δεύτερη σκέψη όμως απέρριψε αυτή την ιδέα. Ήθελε να μείνει εκεί, να δει τι ήταν αυτό που θα έστριβε από τη γωνία και να το αντιμετωπίσει αν χρειαστεί. Ήταν ένα τέρας. Ένα τέρας που ξεπερνούσε τα δέκα μέτρα σε ύψος. Το δέρμα του, αν μπορούσες να το αποκαλέσεις δέρμα, ήταν άχρωμο σαν τη βροχή. Το σχήμα του ήταν ακανόνιστο, ενώ δεν φαινόταν να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μάτια ή στόμα. Απλά έσερνε το σώμα του προς το σπίτι της, παράγοντας αυτόν τον απαίσιο και απόκοσμο ήχο. Όταν έφτασε εκεί, σταμάτησε να κινείται. Και να ήθελε να το βάλει στα πόδια τώρα, δεν μπορούσε. Δεν είχε όμως τέτοιο σκοπό και στάθηκε απέναντί του χωρίς φόβο. Το τέρας άνοιξε τα μάτια του και το στόμα του, τα οποία ήταν τελικά κρυμμένα μέσα σε αυτή την άχρωμη μάζα. Τα μάτια ήταν ολοστρόγγυλα και κατάμαυρα, σαν πηγάδια που οδηγούν στην κόλαση, ενώ το ίδιο ίσχυε και για το στόμα του. Κοίταξε την Βάσια και έβγαλε μία κακόφωνη κραυγή που έκανε τα λουλούδια στις γλάστρες του μπαλκονιού της να μαραθούν. Η Βάσια κοίταξε πρώτα στα νεκρά λουλούδια και έπειτα μέσα στα μάτια του μιάσματος.
Φύγε από εδώ, είπε χαμηλόφωνα.
Το τέρας την κοίταξε με ένα ύφος που δήλωνε είτε ότι δεν είχε ακούσει, είτε ότι αιφνιδιάστηκε.
ΦΥΓΕ! ούρλιαξε τώρα η Βάσια.
Το τέρας έμεινε μαρμαρωμένο για μερικά δευτερόλεπτα και όταν άρχισε επιτέλους να κινείται, τα μάτια και το στόμα του εξαφανίστηκαν πάλι. Έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε πίσω από την γωνία από την οποία προήλθε.
11

Η ανατολή του ηλίου την βρήκε να μαζεύει τα πράγματά της. Ανέβηκε στο ποδήλατό της και έκανε πετάλι, ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι του γυρισμού, νιώθοντας καλύτερα από ποτέ. Αποφάσισε μάλιστα να ταξιδέψει με το τρένο μέχρι το Όσλο και να πάρει από εκεί το αεροπλάνο της επιστροφής. 1200 χιλιόμετρα και 18 ώρες μέσα στο τρένο διασχίζοντας τη μισή χώρα; Ακουγόταν καλό, πολύ καλό. Ξαφνικά είχε όρεξη για τουρισμό και η διαδρομή δεν την απογοήτευσε. Δεν ήταν δα και Βόρειο Σέλας, αλλά ήταν επίσης μαγική.
12

Λένε συχνά ότι κάποιος “προσγειώνεται” στην σκληρή πραγματικότητα. Η Βάσια όμως είδε την σκληρή και άσχημη πραγματικότητα λίγο πριν προσγειωθεί στη Θεσσαλονίκη. Θυμόταν τις στιγμές πριν την προσγείωσή της στο Τρόντχαϊμ και μετά την απογείωσή της από το Όσλο. Θυμόταν που κοίταζε από το παράθυρο τις δύο αυτές πόλεις που απλώνονταν από κάτω της. Αυτό που έβλεπε ήταν μία περιοχή καλυμμένη κατά εβδομήντα περίπου τοις εκατό από το πράσινο χρώμα. Ανάμεσα σε αυτό το πράσινο, ξεφύτρωνε το υπόλοιπο τριάντα τοις εκατό, το οποίο αποτελούταν από γκρίζο, κόκκινο, κίτρινο, ανάλογα με το χρώμα των κτηρίων που ήταν διασκορπισμένα εκεί. Έπρεπε να προσπαθήσεις πολύ ώστε να καταλάβεις ότι αυτό που έβλεπες εκεί κάτω ήταν μία πόλη. Τώρα όμως, κοίταζε από το παράθυρο και αυτό που έβλεπε ήταν άσχημο, αηδιαστικό και εξοργιστικό. Ήταν ένα λευκό καρκίνωμα που είχε καταλάβει βίαια και χωρίς έλεος ένα μεγάλο κομμάτι της γης. Ήταν ένας καρκίνος, χωρίς υπερβολή. Ένας τσιμεντένιος καρκίνος.
Θεέ μου, ζούσα εκεί μέσα για είκοσι χρόνια; Κι εγώ και όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκεί κάτω. Πως το ανεχόμαστε αυτό;
Κάλυψε το στόμα της με το χέρι της σαν να αντίκρισε μια νεκρή γάτα στην άκρη του δρόμου και πήρε τα μάτια της μακρυά από το παράθυρο.

13

Μερικές ώρες αργότερα στεκόταν έξω από την πόρτα του σπιτιού της. Το σοκ που υπέστη κοιτάζοντας από το παράθυρο του αεροπλάνου νωρίτερα, δεν ήταν αρκετό ώστε να της χαλάσει αυτό που είχε κερδίσει από αυτό το ταξίδι. Είχε μόλις ζήσει την ομορφότερη εμπειρία της ζωής της και αισθανόταν υπέροχα.
Από την άλλη πλευρά της πόρτας, η μητέρα της διάβαζε για χιλιοστή φορά το σημείωμα της Βάσιας, πιστεύοντας ότι αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της κόρης της, μιας και είχε πειστεί πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ στη ζωή της. Έτσι, όταν χτύπησε το κουδούνι, πίστεψε ότι ήρθαν τελικά τα κακά μαντάτα. Μπορούσε ήδη να δει έναν αστυνομικό να στέκεται εκεί έξω, ο οποίος μόλις άνοιγε την πόρτα θα την κοίταζε με ένα σκοτεινό βλέμμα συμπόνοιας, αληθινής ή ψεύτικης. Δεν πήγε να ανοίξει, δεν μπορούσε να το κάνει και να αντικρίσει αυτό το βλέμμα. Ακόμη και όταν άκουσε κλειδιά πίσω από την πόρτα, ακόμη κι όταν αυτή άνοιξε, ακόμη κι όταν είδε την κόρη της να περνάει το κατώφλι, δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Όταν το πίστεψε, έτρεξε και την αγκάλιασε.

14

Την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, πήγε με τους γονείς της στο νοσοκομείο. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να το αποφύγει, αφού κανονικά έπρεπε να πάει την ημέρα που έφυγε για το ταξίδι. Εντωμεταξύ τους είχε αποκρύψει την αλήθεια σχετικά με το που πήγε και το τι της είχε συμβεί. Ίσως να τους την έλεγε κάποια στιγμή, αλλά όχι τώρα.
Υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία και ακτινογραφία κρανίου, μιας και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι διάολο είχε συμβεί. Το Κακό Πράγμα δεν ήταν πια εκεί.