Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Η Φωνή



Η Φωνή

“Γιατρέ;”
“Όχι διάολε, πες μου ότι δεν το άκουσα αυτό,” ψιθύρισε στον εαυτό του ο γιατρός.
“Γιατρέ;”
Λυπάμαι φιλαράκο αλλά το άκουσες. Δεν έχεις πιει αρκετά ώστε να αρχίσεις να ακούς φωνές.
“Ποιος μιλάει;” φώναξε ο γιατρός. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στην αιώρα με την πλάτη του γυρισμένη προς την πόρτα της αυλής. Τέσσερα άδεια μπουκάλια μπύρας κείτονταν στο γρασίδι από κάτω του σαν νεκροί στρατιώτες.
“Με λένε Άκη. Μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;”
Ο γιατρός έμεινε οριζοντιοποιημένος στην αιώρα να κοιτάζει τον ουρανό λες και κείνη την ώρα τον απήγαγε κάποιο UFO.
“Εσείς είστε ο γιατρός, σωστά; Ελπίζω να μην ήρθα σε λάθος σπίτι. Στέφανος Βασιλειάδης; Ψυχίατρος; Ο Μιτς από την καφετέρια μου είπε ότι θα σας βρω εδώ.”
“Ω Μιτς, θα σε σκοτώσω,” μουρμούρησε ο γιατρός.
“Τι είπατε;” είπε η φιγούρα πίσω από την πόρτα.
“Τίποτα,” απάντησε ο Στέφανος και στριφογύρισε στην αιώρα για να τον κοιτάξει. Μετακίνησε τα μαύρα γυαλιά του από τα μάτια στα μαλλιά και είδε ένα παιδί γύρω στα είκοσι να τον κοιτάζει χαμογελώντας αμήχανα. “Τι θέλεις;”
“Να, ο Μιτς μου είπε ότι είστε ψυχίατρος και ίσως μπορούσατε να με βοηθήσατε.”
“Χα!” φώναξε ο Στέφανος. “Δε σου τα είπε καλά όμως ο φίλος μου ο Μιτς. Δεν είμαι ψυχίατρος. Είμαι ψυχίατρος σε διακοπές, και πρέπει να μάθεις νεαρέ μου, ότι δεν μπαίνεις ποτέ στο εξοχικό ενός ψυχίατρου που είναι σε διακοπές.”
“Γιατί;”
“Γιατί δαγκώνει!” τόνισε ο γιατρός. “Αν θες κλείσε ένα ραντεβού με το γραφείο μου και θα σε δω το Σεπτέμβρη.”
“Μα αυτό είναι μετά από δύο μήνες!” είπε έκπληκτος ο Άκης.
“Άδικη που είναι η ζωή καμιά φορά, ε;” είπε ο γιατρός και επέστρεψε στην προηγούμενη, με-απαγάγουν-εξωγήινοι στάση του.
“Μόνο για λίγα λεπτά. Θα σας πληρώσω.”
“Πληρώνομαι με την ώρα, όχι με το λεπτό,” είπε ο Στέφανος και ξαναφόρεσε τα γυαλιά του.
“Τότε θα πληρώσω για μια ώρα! Σας παρακαλώ.”
“Όχι.”
Για ένα λεπτό, μιλούσαν μόνο τα κύματα της θάλασσας που έσκαγαν εκατό μέτρα πέρα από την αιώρα του γιατρού. Ο Άκης δεν είχε φύγει και ο Στέφανος το ένιωθε. Τελικά αναστέναξε βαθιά και είπε, “Ω Θεέ τι σου έχω κάνει; Εντάξει, έλα μέσα.”
Τη τρέλα μου!
Άκουσε την ξύλινη πόρτα να ανοίγει και αμέσως μετά παντόφλες να τρίβονται πάνω στο γρασίδι.
“Κάθισε,” είπε και του έδειξε την ξαπλώστρα δίπλα στην αιώρα. Το βλέμμα του δε μετακινήθηκε στιγμή από τον καθαρό ουρανό. “Θες μια μπύρα;”
Ο Άκης έδειχνε αρχικά να το σκέφτεται αλλά τελικά, “Όχι, ευχαριστώ.”
“Εγώ όμως θέλω,” είπε ο Στέφανος. Έβγαλε ένα πεντάευρω από την τσέπη του και το πέταξε στον Άκη. “Πετάξου μία στο περίπτερο και πάρε ένα ζευγάρι. Μετά θα μιλήσουμε...για λίγο.”
Ο Άκης επέστρεψε πέντε λεπτά αργότερα, έδωσε τις μπύρες στο Στέφανο κι εκείνος άνοιξε μία και ξεκίνησε να πίνει.
“Πραγματικά θέλω να σας πληρώσω,” είπε ο Άκης.
“Α, ξέχνα το,” είπε Στέφανος κουνώντας το χέρι του. “Έτσι κι αλλιώς δε θα αργήσουμε. Κι επίσης μη μου μιλάς στον πληθυντικό, αισθάνομαι λες και είμαι, ξέρω γω εκατόν έξι χρονών.”
“Όχι, πρέπει να σας πληρώσω. Η μητέρα μου λέει ότι πάντα πρέπει να δίνουμε ανταλλάγματα για οτιδήποτε μας παρέχουν. Έστω και κάτι συμβολικό.”
“Καλά καλά, δώσε μου αυτό το κάτι συμβολικό τότε όπως λες να τελειώνουμε.”
Ο Άκης έψαξε στις τσέπες του κι έβγαλε το μόνο πράγμα που υπήρχε εκεί μέσα, ένα νόμισμα. Το έδωσε στο Στέφανο κι εκείνος έβαλε τα γέλια.
“Κατοστάρικο;” ρώτησε και γέλασε ξανά. “Που το βρήκες;”
“Η μάνα μου, τις προάλλες καθάριζε τη ντουλάπα μετά από χρόνια και το βρήκε εκεί μέσα, σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο σανίδια. Μπορεί κάποτε να έχει συλλεκτική αξία.”
“Οπωσδήποτε,” είπε ο Στέφανος χαμογελώντας ειρωνικά και γλίστρησε τις εκατό δραχμές στην τσέπη του. “Εντάξει τώρα που τελειώσαμε με τα λογιστικά σ' ακούω.”
Ο Άκης αρχικά δίστασε. Ήταν λες και οι λέξεις σφήνωναν στο λαιμό του και επέστρεφαν πίσω. “Ακούω φωνές,” είπε τελικά και κοίταξε στο έδαφος.
“Στον ύπνο σου;”
“Όχι. Για την ακρίβεια, δεν είναι φωνές, αλλά μία Φωνή.”
“Μάλιστα. Πότε ξεκίνησες να την ακούς;”
“Περίπου δύο βδομάδες τώρα. Νομίζω έχω αρχίσει να τρελαίνομαι γιατρέ.”
“Κι εγώ, αλλά θα φτάσουμε και σε αυτό,” είπε ο γιατρός και είδε την ανησυχία να παραμορφώνει το πρόσωπο του ασθενή του. “Πλάκα σου κάνω,” είπε τελικά για να τον καθησυχάσει. “Την ακούς συχνά αυτή τη...Φωνή;”
“Δυο-τρεις φορές τη μέρα, περίπου.”
“Ανήκει σε κάποιον που ξέρεις;”
“Μπα, όχι. Είναι σαν ένα τέρας. Είναι βραχνή και δυνατή και κάθε φορά αισθάνομαι λες και θα σπάσουν τα τύμπανα μου.”
“Και τι σου λέει;”
“Μου λέει να κάνω διάφορα πράγματα. Άσχημα πράγματα.”
“Όπως;”
“Να κάνω πλάκες σε άλλους, να κλέβω, αλλά και να σκοτώνω.”
Συναγερμοί βάρεσαν μέσα στο κεφάλι του Στέφανου άλλα ήπιε λίγη μπύρα για να τους πνίξει.
“Εσύ τα κάνεις αυτά που σου λέει;”
“Όχι!” φώναξε ο Άκης και σηκώθηκε από τη καρέκλα. Ο Στέφανος του έκανε νόημα να καθίσει πάλι κάτω και αυτός υπάκουσε. “Εννοείται πως όχι. Όμως όσο περνάνε οι μέρες, μου είναι όλο και δυσκολότερο να αντισταθώ. Η Φωνή είναι όλο και πιο δυνατή. Νομίζω πως αργά ή γρήγορα θα κάνω κακό σε κάποιον.”
“Μάλιστα,” είπε χαμηλόφωνα ο Στέφανος. Φαινόταν πλέον σκεπτικός και ίσως θορυβημένος. “Πότε ήταν η τελευταία φορά και τι σου ζήτησε να κάνεις;”
“Το πρωί που ήμουν στη καφετέρια του Μιτς και μου ανέφερε εσένα. Εκεί που μιλούσαμε ξαφνικά πετάχτηκε η Φωνή και μου είπε: “ΓΕΙΑ ΑΚΗΣ. ΠΗΓΑΙΝΕ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΡ ΚΑΙ ΡΙΞΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙΑ ΚΑΤΩ. ΜΕΤΑ ΠΑΡΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΓΥΑΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΡΦΩΣΕ ΤΟ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ ΤΟΥ.” Υποθέτω εννοούσε του Μιτς. Για μια στιγμή ξεκίνησα να κατευθύνομαι προς εκεί, αλλά κατάφερα να συγκρατηθώ και έφυγα τρέχοντας από το μαγαζί.”
Κανείς δε μίλησε για μισό λεπτό. Τα κύματα έμοιαζαν να δυναμώνουν τώρα.
Ο Άκης ήταν αυτός που έσπασε τη σιωπή. “Έχω αρχίσει να-”
Ο Στέφανος έβγαλε μία κραυγή, πάλεψε για λίγο να κρατήσει την ισορροπία του, αλλά τελικά έπεσε από την αιώρα και παρατρίχα γλίτωσε την προσγείωση πάνω στα άδεια μπουκάλια της μπύρας.
“Όχι!” φώναξε.
“Γιατρέ; Τι έγινε;” είπε ο Άκης και κατευθύνθηκε κοντά του.
“Την άκουσα!” είπε με τρόμο ο Στέφανος. “Άκουσα τη Φωνή! Ω Θεέ μου!”
Ο Άκης άνοιξε το στόμα του και το ξανάκλεισε μη βρίσκοντας τις λέξεις που ήθελε. Ο Στέφανος κουνούσε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά σαν βρεγμένο σκυλί που τινάζεται.
“Την άκουσα,” επανέλαβε ανασαίνοντας βαριά. “Ήταν τόσο δυνατή. Έμοιαζε με ρομπότ. Λες και ήταν ο βασιλιάς ενός στρατού από μηχανές.”
“Ναι!” πετάχτηκε ο Άκης. “Ακριβώς έτσι είναι και σε μένα! Τι σου είπε;”
Τότε ο Στέφανος κοίταξε τον Άκη με δύο μάτια που γυάλιζαν. Δύο μάτια γεμάτα φόνο. Ο Άκης έκανε μερικά βήματα πίσω.
“Μου είπε: “ΓΕΙΑ ΓΙΑΤΡΕ. ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΣΕΝΑ ΤΩΡΑ. ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΔΩ. ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΚΟΤΑ. ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΥΠΑΚΟΥΟ ΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΛΥΓΙΖΕ ΣΥΝΤΟΜΑ. ΣΕ ΣΕΝΑ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΥΝΑΜΗ. Ω ΝΑΙ. ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ ΤΗ ΚΟΤΑ;”
“Όχι! φώναξε ο Άκης κάνοντας μερικά ακόμη βήματα προς τα πίσω και με κατεύθυνση την πόρτα της αυλής.
“Μου το κόλλησες!” είπε ο Στέφανος. “Τώρα είναι μέσα σε μένα και φταις εσύ!”
Ο Άκης γύρισε και το έβαλε στα πόδια. Δεν μπήκε καν στο κόπο να ανοίξει τη πόρτα, απλά την πήδηξε.
“Γύρνα πίσω!” φώναξε ο Στέφανος, αλλά ο Άκης είχε ήδη φύγει.
Τρεις μέρες αργότερα ο Στέφανος μπήκε στην καφετέρια του Μιτς.
“Καλημέρα γιατρέ,” είπε ο χοντρός και φαλακρός άντρας πίσω από το μπαρ. “Μπύρα;”
“Καφέ,” απάντησε ξερά ο Στέφανος.
“Πως κι έτσι;”
“Ρωτάς πως κι έτσι; Αν μου στέλνεις πελάτες στο σπίτι...”
“Α, κατάλαβα,” είπε ο Μιτς. “Συγγνώμη ρε φίλε, αλλά το λυπήθηκα το παιδί. Φαινόταν να έχει χοντρό πρόβλημα.”
“Πρόβλημα και μαλακίες.”
“Σοβαρά. Ήρθε και με ξαναβρήκε χθες. Ξέρει ότι έχω μια τρέλα με υπερφυσικά φαινόμενα, φαντάσματα, κατάρες, στοιχειωμένα σπίτια και τέτοια. Όχι ότι τα πολυπιστεύω κι εγώ, αλλά μ' αρέσει να διαβάζω για αυτά. Τέλος πάντων, ήρθε χθες και με ρωτούσε κάτι για καταραμένα αντικείμενα και αν μπορεί ένα νόμισμα να είναι καταραμένο. Ότι να' ναι σου λέω, και τα έλεγε σοβαρά.”
Το νόμισμα! Κατάρα στο νόμισμα! Φυσικά! σκέφτηκε θριαμβευτικά ο Στέφανος.
“Κι εσύ τι του είπες;” ρώτησε.
“Πρώτα απ' όλα του ξεκαθάρισα ότι δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Εκείνος είπε ότι δεν πειράζει, ήθελε να μάθει, έστω και αν ήταν μύθοι. Όποτε τελικά του είπα ότι μπορεί να υπάρχει κατάρα σε ένα αντικείμενο. Μετά με ρώτησε αν μπορεί η κατάρα να μεταφερθεί σε κάποιο άλλο άτομο. Ναι του λέω, αν δώσει το αντικείμενο σε κάποιον άλλο και αυτός το δεχθεί.”
Όση ώρα ο Μιτς μιλούσε, ο Στέφανος κοίταζε έξω από την πόρτα και προς την παραλία, όταν ξαφνικά είδε τον Άκη να τη διασχίζει ανέμελος. Και πως να μην ήταν ανέμελος, όταν μετά από εκείνη την ιδιαίτερη συνεδρία στην αυλή του Στέφανου η Φωνή δεν τον είχε ξαναενοχλήσει.
“Πρέπει να πηγαίνω,” είπε ο Στέφανος κι έφυγε τρέχοντας.
“Ε!” φώναξε όταν έφτασε σε απόσταση τριάντα μέτρων από τον Άκη. Εκείνος, μαζί με τρεις-τέσσερις ακόμη άσχετους γύρισε και τον κοίταξε. Ο Στέφανος έβγαλε το νόμισμα από την τσέπη, σήκωσε το χέρι του ψηλά του και το έδειξε στον Άκη. Εκείνος πάγωσε και ακόμη και από αυτή την απόσταση φαινόταν ο τρόμος στο πρόσωπό του.
“Νομίζω ότι αυτό σου ανήκει,” είπε ο Στέφανος.
“Όχι!” είπε ο Άκης, τα μάτια του καρφωμένα στο χρυσό νόμισμα που αντανακλούσε το φως του καυτού καλοκαιρινού ήλιου. Έμοιαζε και το ίδιο με έναν μικρό ήλιο. “Σου το πρόσφερα και το πήρες.” Πακέτο με τη Φωνή, συμπλήρωσε το μυαλό του. “Είναι δικό σου τώρα.”
Και τότε άρχισαν και οι δύο να τρέχουν.
Χιλιάδες κόκκοι άμμοι πετάγονταν στον αέρα με κάθε τους βήμα, καθώς οι δύο άντρες έτρεχαν σαν ηλίθιοι πάνω στο ανώμαλο έδαφος. Άνθρωποι που βρίσκονταν στη παραλία για να κάνουν το μπάνιο τους, τους κοίταζαν και μουρμούριζαν μεταξύ τους σενάρια για το τι μπορεί να συνέβαινε.
Ο Άκης έβλεπε τον Στέφανο να τον πλησιάζει και ένιωθε πως αν συνέχιζε να τρέχει στην άμμο, αργά η γρήγορα θα έπεφτε. Οπότε έστριψε απότομα αριστερά, διέσχισε τον παραλιακό ασφάλτινο δρόμο χωρίς να ελέγξει αν περνούσαν οχήματα και μπήκε στο πευκόδασος. Η απειροσύνη των κόκκων άμμου έδωσε τη θέση της σε κάτι ψωροχιλιάδες πευκοβελόνων που κάλυπταν το έδαφος σαν χαλί. Ελίσσονταν ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων χωρίς να κοιτάζει πίσω του. Όταν τελικά το έκανε, είδε ότι ήταν μόνος. Σταμάτησε, έσκυψε και έβαλε τα χέρια του στα γόνατά του. Ανάσαινε με δυσκολία κι ένιωθε λες και με την επόμενη εκπνοή θα ξερνούσε τα ίδια του τα πνευμόνια.
Με έχασε, σκέφτηκε και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο.
Τότε άκουσε μια ομάδα από πευκοβελόνες να σπάνε πίσω του και πριν προλάβει να γυρίσει, ο γιατρός βρίσκονταν ήδη από πάνω του και ο ίδιος ξαπλωμένος ανάσκελα στο σκληρό έδαφος. Έπεσε με τη σπονδυλική του στήλη πάνω σε μια πέτρα και ο πόνος ήταν άμεσος και οξύς. Ο λαιμός του είχε κλείσει και η κραυγή που έβγαλε θύμιζε δράκο που βρυχάται.
Ο Στέφανος κρατούσε ένα σουγιά και τον πλησίασε στο πρόσωπό του.
Ωχ είμαι νεκρός. Θα με πετσοκόψει, πρόλαβε να σκεφθεί ο Άκης.
“Το νόμισμα ήταν δικό σου,” είπε ο Στέφανος ενώ παράλληλα γρύλιζε σαν σκύλος από οργή. “Η Φωνή πρέπει να γυρίσει σε σένα! Πάρε πίσω το νόμισμα αλλιώς θα σου βγάλω τα μάτια. Ξέρεις τι μου λέει η φωνή; Ξέρεις;” Ο Άκης μπορούσε πλέον να διακρίνει τη παράνοια στη φωνή του γιατρού. “Μου λέει, “ΚΟΨ' ΤΟΥ ΤΟ ΛΑΙΜΟ ΓΙΑΤΡΕ. ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ!” Αλλά εγώ δε θα κάνω αυτό, όχι! Εγώ θα σου βγάλω τα μάτια και θα σε αφήσω να κουτουλάς από δέντρο σε δέντρο, μέχρι να πεθάνεις από αιμορραγία. Θα πεθάνεις στο μαύρο σκοτάδι. Γι' αυτό πάρε πίσω το νόμισμα τώρα σαν καλό παιδί.”
Με το ένα χέρι κρατούσε το σουγιά δίπλα στα μάτια του Άκη και με το άλλο έφερε το νόμισμα.
“Παρ' το!” φώναξε και έλουσε το πρόσωπό του Άκη με σάλια. Εκείνος κοίταζε το νόμισμα με τρόμο. Έδειχνε να το φοβάται περισσότερο και από τον παρανοϊκό με τον σουγιά που ήταν ξαπλωμένος από πάνω του. Ίσως και να προτιμούσε να πεθάνει από αυτή τη λεπίδα, παρά να αγγίξει και πάλι αυτό το καταραμένο νόμισμα.
“Όχι!” φώναξε και έσπρωξε με όλη του τη δύναμη, και εξεπλάγην με το πόσο εύκολα κατάφερε να τον σηκώσει από πάνω του και να τον πετάξει στο κορμό ενός πεύκου που βρισκόταν δίπλα τους. Ο Στέφανος χτύπησε με τα πλευρά στο δέντρο και ο σουγιάς έφευγε από το χέρι του. Ο Άκης δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και το έβαλε στα πόδια. Ο Στέφανος δεν τον ακολούθησε.
Μετά από δέκα λεπτά ασταμάτητου τρεξίματος έφτασε στο σπίτι του, γέμισε μια βαλίτσα με ότι βρήκε μπροστά του και ξανάφυγε. Στάθηκε τυχερός, καθώς το επόμενο λεωφορείο έφευγε δέκα λεπτά μετά από τη στιγμή που εκείνος έφτασε στο σταθμό. Ήταν όμως δέκα λεπτά που έμοιαζαν με δέκα ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων κοίταζε συνέχεια γύρω του, λες και ήταν καταζητούμενος εγκληματίας. Όταν το λεωφορείο τελικά έφτασε, πέρασε σπρώχνοντας και κλοτσώντας μέσα από το μπουλούκι που είχε σταθεί μπροστά στη πόρτα και μπήκε πρώτος μέσα. Έφαγε το βρισίδι της ζωής του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Οι πόρτες έκλεισαν και το λεωφορείο έφυγε.

20 καλοκαίρια αργότερα...

“Γιατρέ;”
“Όχι διάολε, πες μου ότι δεν το άκουσα αυτό,” ψιθύρισε στον εαυτό του ο πενηνταοκτάχρονος γιατρός.
“Γιατρέ;” Η ερώτηση ήταν διατυπωμένη με τέτοιο τόνο, που δήλωνε ότι ο ιδιοκτήτης της φωνής δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.
Λυπάμαι φιλαράκο αλλά το άκουσες. Έχεις κόψει εδώ και χρόνια το αλκοόλ, οπότε δε μπορεί να ακούς φωνές.
“Ποιος μιλάει;” φώναξε ο γιατρός. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στην αιώρα με την πλάτη του γυρισμένη προς την πόρτα της αυλής. Τέσσερα ξεζουμισμένα, χάρτινα κουτάκια χυμού κείτονταν στο γρασίδι σαν νεκροί στρατιώτες.
Ο τύπος δε μιλούσε, όμως ο γιατρός ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν. Δεν τον είδε, και ούτε αναγνώρισε την φωνή του, παρόλα αυτά ήξερε ποιος στεκόταν στη πόρτα της αυλής του. Απλά ήξερε.
“Έλα μέσα Άκη,” είπε και γύρισε να τον κοιτάξει, αλλά εκείνος απλά στεκόταν αμίλητος στην πόρτα λες και κοίταζε φάντασμα. “Έλα μέσα, δε θα σε δαγκώσω, έχω πάρει σύνταξη.”
Τελικά η πόρτα άνοιξε και ο Άκης τον πλησίασε χωρίς να μιλάει.
“Τι; Τόσο πολύ γέρασα;” είπε ο Στέφανος.
“Σε είχα για νεκρό,” είπε τελικά εκείνος. “Θυμάμαι, η κατάρα στο νόμισμα. Η Φωνή. Νόμιζα ότι τελικά σε είχε σκοτώσει ή σε είχε τρελάνει. ”
Ο Στέφανος γέλασε δυνατά.
“Η κατάρα!” είπε γελώντας. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα. Το καταραμένο νόμισμα. Ο Άκης με μια έντονη αίσθηση ντε ζαβού έκανε βήματα προς τα πίσω.
“Ε! Χαλάρωσε,” είπε ο Στέφανος. “Πάει η κατάρα, έφυγε πριν είκοσι χρόνια.”
“Έρχομαι εδώ κάθε καλοκαίρι, αλλά από τότε δε σε ξαναείδα. Βέβαια απέφευγα όσο μπορούσα αυτό το σπίτι, αλλά έμαθα κιόλας ότι δεν ξανάρθες. Τι έγινε;”
“Αυτό είναι αλήθεια, φέτος έρχομαι για πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια.”
“Γιατί;”
“Γιατί; Γιατί παντρεύτηκα και πούλησα το σπίτι, γι' αυτό,” αποκρίθηκε ο Στέφανος και χαμογέλασε. “Πριν δυο χρόνια όμως η γυναίκα μου πέθανε, οπότε σταμάτησα κι εγώ τη δουλειά, ξαναγόρασα αυτό το σπίτι και ήρθα να μείνω μόνιμα εδώ.”
“Ναι, αλλά, τι έγινε; Πως γλίτωσες;”
“Αχ ρε Άκη,” είπε εκείνος και χαμογέλασε. “Υποθέτω πως τώρα μπορώ να σου πω την αλήθεια, μετά από τόσα χρόνια, αποκλείεται να σε επηρεάσει.”
Ο Άκης τον κοίταζε με απορία.
“Δεν υπήρχε καμιά κατάρα και κανένα καταραμένο νόμισμα,” συνέχισε ο Στέφανος.
“Τι; Αφού το θυμάμαι! Παραλίγο να με σκοτώσεις!”
“Ήρθες σε μένα γιατί άκουγες τη περιβόητη Φωνή μέσα σου. Η Φωνή, δε ξέρω πως και γιατί, ήταν όντως μέσα στο μυαλό σου. Όμως ήταν δημιούργημα του μυαλού σου και όχι ενός καταραμένου κατοστάρικου! Πολλοί άνθρωποι ακούνε φωνές, δεν ήσουν ο πρώτος. Ήρθες σε εμένα για να σε θεραπεύσω από τη Φωνή και αυτό ακριβώς έκανα. Παρεμπιπτόντως μου χρωστάς και πενήντα ευρώ για αυτό. Τέλος πάντων, ο μόνος τρόπος να βγάλω τη Φωνή από το μυαλό σου, ήταν να φυτέψω μέσα σε αυτό την ιδέα ότι πλέον έφυγε και να την ενισχύσω αυτή την ιδέα όσο μπορώ. Σαν να σου κάνω μία “νοητική” ένεση κατ' ευθείαν μέσα στο μυαλό. Και για να το κάνω αυτό, έκανα ότι και καλά η Φωνή έφυγε από εσένα και μπήκε μέσα μου.”
“Μα αφού έκανες σαν τρελός εκείνη τη μέρα, ούρλιαζες και έπεσες από εκεί πάνω. Πήγες να μου ορμήξεις!”
“Απλά έπαιζα το ρόλο μου, και για να σε έπεισα, πάει να πει ότι τον έπαιξα καλά,” είπε ο Στέφανος και γέλασε. “Πέρα από αυτό όμως, πίστευα ότι αυτό μπορεί να μην αρκούσε και έψαχνα να βρω ένα τρόπο ώστε να κάνω το μυαλό σου να πιστέψει ότι η Φωνή έφυγε σίγουρα, μια και καλή. Πες το μια δεύτερη “νοητική” ένεση αν θες. Και χάρη σε σένα, ανακάλυψα την ιστορία του καταραμένου κατοστάρικου. Σε κυνήγησα, έκανα και καλά ότι πήγα να σε σκοτώσω, και αυτό σφράγισε τη πίστη του μυαλού σου ότι η κατάρα ήταν σίγουρα μέσα σε εμένα και όχι σε σένα. Με λίγα λόγια, απλά ξεγέλασα το μυαλό σου για να σε θεραπεύσω.”
“Ήταν όλα ψέματα δηλαδή...”
“Ακριβώς.”
“Απίστευτο.”
“Πάντως για να ξέρεις, αυτή δεν είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος θεραπείας για κάποιον που ακούει φωνές. Απλά μου ήρθε εκείνη τη στιγμή. Ακόμη κι εγώ δε μπορούσα να πιστέψω ότι πέτυχε. Τελικά, όλα είναι στο μυαλό φίλε μου. Οι φωνές, οι ασθένειες, ο πόνος, ο τρόμος, η αγάπη, η τρέλα. Όλα είναι μέσα σε αυτό το λευκό λαβύρινθο μέσα στο κεφάλι μας. Κι αν μάθεις να το χειρίζεσαι καλά και καμιά φορά να το ξεγελάς κιόλας, μπορείς να κάνεις θαύματα.”
Ο Άκης ήταν σιωπηλός σαν τάφος.
“Τι;” ρώτησε κοφτά ο Στέφανος με απορία.
“Θα μπορούσαμε να σκοτωθούμε μέσα στο δάσος!” είπε με ενθουσιασμό και οι δυο τους γέλασαν.
Μίλησαν για αρκετή ώρα. Φέρνοντας στο μυαλό τους εκείνες τις μέρες πριν είκοσι χρόνια, αλλά και τι τους συνέβη σε όλο αυτό το διάστημα. Αποχωρίστηκαν όταν είχε πλέον πέσει το σκοτάδι.
“Καληνύχτα Άκη,” είπε ο Στέφανος και μπήκε στο σπίτι του.
“Καληνύχτα γιατρέ.”
“ΓΕΙΑ ΑΚΗΣ.”

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Οι από πάνω.


Οι από πάνω

1

Εντάξει, τώρα η απόδειξη για το θεώρημα μέσης τιμής.
Χμμμμ...
Όχι.
Έλα, δε μπορεί.
Εεεεμμμμμ...
“Όχι ρε πούστη.”
Τα χέρια του έδωσαν μερικές σφαλιάρες στο κομοδίνο μέχρι να βρούνε τον διακόπτη του πορτατίφ. Όταν αυτό γέννησε φως, ο Μάριος έσκυψε δίπλα στο κρεβάτι όπου βρισκόταν μία στοίβα από χαρτιά, τετράδια και βιβλία. Εδώ και μήνες, το δωμάτιό του έμοιαζε με γραφείο δημόσιας υπηρεσίας. Έψαχνε πανικόβλητος μέσα στο σωρό με χέρια που έτρεμαν. Χαρτιά γλιστρούσαν και έπεφταν από τη λευκή στοίβα μοιάζοντας με έλκηθρα που κατεβαίνουν μια χιονισμένη πλαγιά. Δεν άργησε να βρει αυτό που ήθελε.
Μαθηματικά Θετικής και Τεχνολογικής Κατεύθυνσης, δήλωνε το εξώφυλλο του βιβλίου.
“Δε μπορεί να ξέχασα το θεώρημα μέσης τιμής,είναι ότι πιο πανεύκολο,” είπε καθώς ξεφύλλιζε γρήγορα το βιβλίο. Αριθμοί, συναρτήσεις, λογάριθμοι, ολοκληρώματα που έμοιαζαν με δηλητηριώδη φίδια πέρασαν μπροστά από τα μάτια του. Σταμάτησε στην σελίδα που αναζητούσε, την διάβασε σιωπηλά και χαμογέλασε.
Μα φυσικά, αυτό ήταν, πανεύκολο. Πως το ξέχασα; αναρωτήθηκε από μέσα του. Πέταξε το βιβλίο στο πάτωμα και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι ανάσκελα. Θα πάω εκεί αύριο και δεν θα θυμάμαι τίποτα. Δεν θα θυμάμαι ούτε πόσο κάνει ένα κ' ένα. Θα πατώσω!
Κοίταξε στον τοίχο στα δεξιά του, από τον οποίο το ρολόι του ψιθύρισε ότι ήταν μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα και οχτώ ώρες πριν το ξεκίνημα των πανελληνίων εξετάσεων. Των εξετάσεων που αν έγραφε καλά, θα του εξασφάλιζαν μια θέση στο πανεπιστήμιο, το οποίο με τη σειρά του θα του εξασφάλιζε μία ζεστή και αναπαυτική θέση εργασίας. Εντάξει, είστε ελεύθεροι να γελάσετε με το τελευταίο. Ήταν οι εξετάσεις για τις οποίες ετοιμαζόταν πυρετωδώς εδώ κι ένα χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου ξέχασε πως είναι να βγαίνει με τους φίλους του, πως είναι να πάει να παίξει μπάλα, πως είναι να διαβάζει ένα βιβλίο που δεν περιέχει στον τίτλο του λέξεις όπως μαθηματικά, φυσική, νεοελληνική γλώσσα, βιολογία και ιστορία.
“Θα έχεις όσο χρόνο θέλεις για αυτά μετά τις εξετάσεις, Μάριε,” του επαναλάμβαναν οι γονείς του σαν δίσκοι που έχουν κολλήσει στο πικ απ και φυσικά δεν άργησαν να τον πείσουν.
Οπότε εδώ βρισκόταν τώρα, λίγες ώρες πριν αντιμετωπίσει αυτό που τον έκαναν να πιστέψει ότι είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που άναψε το πορτατίφ εκείνο το βράδυ. Πριν το θεώρημα μέσης τιμής ήταν το θεώρημα του Bolzano, πιο πριν οι παράγουσες και τα ολοκληρώματα, πιο πριν οι ρυθμοί μεταβολής μιας συνάρτησης και πολλά ακόμη. Όλα, πράγματα που ενώ τα είχε διαβάσει εκατομμύρια φορές, κι ενώ τα ήξερε, προς στιγμήν ένιωθε ότι με κάποιον μαγικό τρόπο είχαν σβηστεί από τη μνήμη του.
Έκλεισε το φως και προσπάθησε – για ακόμη μία φορά – να κοιμηθεί.
Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν άκουσε κάποιον να περπατάει στο επάνω διαμέρισμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια. Είχαν περάσει αμέτρητες νύχτες στις οποίες είχε ξυπνήσει από τα βήματα των γειτόνων του. Παρά την τσιμεντένια επιφάνεια που τους χώριζε, κάθε φορά τα βήματα ακούγονταν λες και περπατούσε κάποιο άλογο και όχι άνθρωπος.
Θα σταματήσουν, όπως πάντα, σκέφτηκε. Πόση ώρα μπορεί να πηγαινοέρχεται κάποιος μέσα στο ίδιο δωμάτιο;
Δεν σταμάτησαν.
Στο πάνω διαμέρισμα έμενε ο φίλος του ο Σπύρος με τους γονείς του. Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν ο καλύτερος του φίλος, τουλάχιστον μέχρι πριν ένα χρόνο. Γνωρίζονταν από μικρά παιδιά και περνούσαν πολλές ώρες μαζί. Φέτος όμως, κάτι τα διαβάσματα του Μάριου, κάτι κάποιες καινούριες παρέες που ξεκίνησε να κάνει ο Σπύρος, τις οποίες μάλιστα ο Μάριος θεωρούσε κακές και επικίνδυνες, τους απομάκρυναν. Παρόλα αυτά, κάθε φορά που μια φωνή μέσα στο μυαλό του του έλεγε ότι ίσως έπρεπε να κάνει κάτι για να τον απομακρύνει από αυτές τις παρέες, ο Μάριος έκανε πως δεν άκουγε και ποτέ δεν παραδέχθηκε την ύπαρξη των τύψεων που υπήρχαν μέσα του για αυτό το θέμα. Δεν υπήρχε χρόνος για τέτοια. Ο Σπύρος ήταν μεγάλο παιδί και μπορούσε να καταλάβει από μόνος του ποιο ήταν το σωστό.
Οι δυο τους πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και ήταν στην ίδια τάξη, όμως ο Σπύρος δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται και τόσο για το άθλημα. Λένε ότι δεν υπάρχει “δεν μπορώ,” αλλά μόνο “δεν θέλω.” Όμως ο Σπύρος, απλά δε μπορούσε. Και φυσικά δεν θα πεταγόταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα για να θυμηθεί τι λέει το θεώρημα του Bolzano, γιατί απλά δεν το έμαθε ποτέ. Σήμερα θα κοιμόταν σαν πουλάκι, σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Τότε ποιος περπατάει συνέχεια και μου έχει σπάσει τα νεύρα;
Όποιος και να ήταν, φαινόταν ότι περπατούσε σε κύκλους περιμετρικά του δωματίου.
Ο Μάριος σηκώθηκε, άρπαξε ένα ξύλινο χάρακα από το γραφείο του, και αφού ανέβηκε στο κρεβάτι άρχισε να χτυπάει με δύναμη το ταβάνι.
Το περπάτημα σταμάτησε.
Ο Μάριος κατέβηκε και πήγε να ξαναπάρει τη θέση του στο κρεβάτι.
“Α στο διάολο επιτέλους,” είπε και σκεπάστηκε.
Η σιωπή κράτησε μόνο για τέσσερα δευτερόλεπτα. Ο θόρυβος επέστρεψε και αυτή τη φορά ήταν πιο δυνατός. Κάποιος χοροπηδούσε εκεί πάνω. Μετά από λίγο άρχισε να τρέχει και μετά πάλι χοροπήδημα.
“Τι κάνουνε ρε;” μονολόγησε ο Μάριος που είχε πλέον αρχίσει να εκνευρίζεται. Ο ιδρώτας είχε κολλήσει το φανελάκι του στο σώμα του. Σκέφτηκε να τους φωνάξει να σκάσουν, όμως λυπήθηκε τους γονείς του που κοιμόνταν στο απέναντι δωμάτιο, αφού δεν είχαν κάποιον ανώμαλο να χοροπηδάει από πάνω τους.
Άλλο ένα λεπτό πέρασε. Δεν πήγαινε άλλο. Βγήκε από το δωμάτιο, από το διαμέρισμα και ανέβηκε τα σκαλιά για τον δεύτερο όροφο. Καθώς κατευθυνόταν προς την πόρτα του διαμερίσματος του φίλου του, μπορούσε να ακούσει το τρέξιμο και το χοροπηδητό. Έφτασε στην πόρτα και είδε ότι ήταν ελαφρώς ανοιχτή.
Τι διάολο; Λες να μπήκαν κλέφτες;
Ο Μάριος χτύπησε διστακτικά την πόρτα, χωρίς να λάβει απάντηση και όποιος και να ήταν αυτός που έτρεχε δεν έδειχνε να είχε ακούσει το χτύπημα.
Χτύπησε ξανά, με μεγαλύτερη δύναμη.
Και πάλι τίποτα.
Ίσως είναι καλύτερα να φύγω, σκέφτηκε και άνοιξε την πόρτα.
Βρισκόταν σε ένα μικρό χολ στο οποίο είχε βρεθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Ο ήχος ερχόταν από τα δεξιά όπου βρισκόταν το σαλόνι. Ο Μάριος πλησίασε διστακτικά. Έφτασε στο κατώφλι της πόρτας και κοίταξε μέσα. Αυτό που έβλεπε ήταν τελείως τρελό. Ήταν ο Σπύρος. Φορούσε ένα μποξεράκι με δύο γουρουνάκια που έκαναν σεξ και ένα κίτρινο φανελάκι, αλλά δεν ήταν αυτό το τρελό. Το τρελό ήταν ότι έτρεχε γύρω γύρω σαν δαιμονισμένος.
“Σπύρο;” είπε ο Μάριος.
Ο Σπύρος σταμάτησε και κοίταξε προς το μέρος του. Παρόλα αυτά έτρεχε ακόμη, επί τόπου.
“Μάριε! Που είσαι ρε φίλε;”
“Τρελάθηκες ρε μαλάκα; Τι κάνεις;” ρώτησε ο Μάριος μη μπορώντας ακόμη να χωνέψει αυτό που έβλεπε.
“Τι κάνω; Προπονούμαι για αύριο! Εσύ είσαι έτοιμος;” είπε ο Σπύρος και άρχισε να κάνει καθίσματα έχοντας τα χέρια στην έκταση.
Ο Μάριος δεν άντεξε και έβαλε τα γέλια.
“Α δε πας καλά! Έλα αρκετή προπόνηση για σήμερα,” είπε όταν σύνελθε. “Δε μπορώ να κοιμηθώ από κάτω! Καλά οι γονείς σου δεν ξύπνησαν με όλο αυτό το χαμό;”
Ο Σπύρος κούνησε το χέρι του σαν να τον χαιρετάει. “Α, όχι δεν είναι εδώ οι δικοί μου. Τι δουλειά να έχουν εδώ;”
Φυσικά και δεν είναι. Αν ήταν θα σε είχαν ήδη δέσει, σκέφτηκε ο Μάριος αλλά δεν είπε τίποτα.
“Έλα Μάριε, έλα κι εσύ,” είπε ο Σπύρος και έτρεξε προς τη γωνία του σαλονιού. Επέστρεψε με δύο ροζ βαράκια που στα πλάγια έγραφαν: 8 kg. Ο Μάριος ένιωσε το γέλιο έτοιμο να αναδυθεί και πάλι από το στομάχι του.
“Μπρος, πάρε ένα από αυτά,” είπε ο Σπύρος κι έκανε να του δώσει το ένα βαράκι.
Ξεκόλλα ρε φίλε, θα έλεγε ο Μάριος, αν ο φίλος του δεν προσγείωνε το βαράκι στο κεφάλι του. Ο Μάριος είδε τα πάντα να θολώνουν γύρω του και πριν καλά καλά προφτάσει να αντιληφθεί τι είχε γίνει, δέχτηκε ακόμη ένα χτύπημα στον δεξί του κρόταφο κι έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα. Μπορούσε να δει ελάχιστα πράγματα, και άκουγε ακόμη λιγότερα. Βρισκόταν στο κατώφλι της λιποθυμίας, αλλά τελικά (και δυστυχώς) δεν το πέρασε. Ένιωσε να τον σέρνουν και λίγο αργότερα να κάθεται σε μία καρέκλα.
Τρία λεπτά αργότερα άρχισε να ξεθολώνει. Οι αισθήσεις του επέστρεψαν και μαζί τους ένας ανυπόφορος πόνος στο κεφάλι. Μπροστά του μια φιγούρα, έτρεχε χωρίς να αλλάζει θέση, σαν να βρισκόταν πάνω σε διάδρομο γυμναστικής. Ο Μάριος ένιωσε κάποιον να του κρατάει τα χέρια. Όμως δεν υπήρχε κανείς άλλος. Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε ότι ήταν δεμένος στη καρέκλα.
“Ώρα για επανάληψη φυτούκλα,” είπε ο Σπύρος. Χαμογελούσε και αυτό έκανε το αίμα του Μάριου να παγώσει.
“Τι κάνεις ρε Σπύρο, πας καλά; Λύσε με!”
“Πρώτα θα κάνουμε μια επαναληψούλα και μετά. Πρέπει να γράψεις καλά αύριο,” είπε ο Σπύρος. Η φωνή του ήταν ήρεμη, σαν να απευθύνεται σε μικρό παιδί.
Η φωνή ενός τρελού επίσης, σκέφτηκε ο Μάριος και προσπάθησε άσκοπα να ελευθερώσει τα χέρια του.
“Λοιπόν! Μη χάνουμε άλλο χρόνο. Δεν μας έμειναν και πολλές ώρες μέχρι το πρωί. Θα σου κάνω ερωτήσεις πάνω στο μάθημα και εσύ θα απαντάς, εντάξει;”
Ο Μάριος άνοιξε το στόμα να μιλήσει, αλλά ο Σπύρος πετάχτηκε και τον διέκοψε.
“Α! Ξέχασα!” είπε και βγήκε για λίγο από το σαλόνι. Όταν επέστρεψε, κρατούσε στο ένα του χέρι μία τανάλια και στο άλλο ένα στρατιωτικό μαχαίρι με μια λεπίδα δεκαπέντε εκατοστών. Ο Μάριος προς στιγμήν πάγωσε. Ο φίλος του έδειχνε να έχει τρελαθεί και ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του. Η παγωμάρα έλιωσε και έδωσε τη θέση της στον πανικό. Πάλευε με τα σχοινιά, αλλά όσο πιο πολύ πάλευε, τόσο πιο πολύ τα ένιωθε να σφίγγουν.
Ο Σπύρος άφησε το μαχαίρι στο τραπεζάκι δίπλα του και έφερε την τανάλια μπροστά στα μάτια του Μάριου για να την δει, λες και ήταν τυφλός. “Ξέχασα να σου πω ότι αν δεν απαντάς σε κάποια ερώτηση ή την κάνεις λάθος, θα χάνεις και από ένα νύχι.”
“Είσαι τρελός!” ούρλιαξε ο Μάριος. “Βοήθεια!”
“Βοήθεια; Βοήθεια εσύ Μάριε; Ο καλύτερος μαθητής; Δεν θες βοήθεια, μια χαρά θα τα πας και μόνος σου, είμαι σίγουρος,” είπε ο Σπύρος διατηρώντας το παρανοϊκό χαμόγελο στο πρόσωπό του.
“Βοήθεια!” ξαναφώναξε ο Μάριος παλεύοντας συγχρόνως με τα δεσμά του.
“Α, θες βοήθεια για να φύγεις από εδώ και όχι για τα μαθήματα. Τώρα το κατάλαβα. Λυπάμαι, αλλά μόνο εσύ μπορείς να ακούσεις τις κραυγές σου εδώ μέσα. Κανείς άλλος.”
Συνέχισε να φωνάζεις. Η πόρτα είναι ορθάνοιχτη, σύντομα κάποιος θα ακούσει, σκέφτηκε ο Μάριος και φώναξε για βοήθεια τρεις φορές ακόμη.
“Ξεκινάμε!” φώναξε ο Σπύρος. “Πρώτο θέμα: Ποια διαδικασία ακολουθούμε για να βρούμε τα ολικά ακρότατα μίας συνάρτησης;”
“Σπύρο, σύνελθε ρε φίλε, σε παρακαλώ,” είπε ο Μάριος προσπαθώντας να τον πάρει με το καλό, αλλά ο Σπύρος έμοιαζε να μην τον άκουσε καν.
“Υποθέτω ότι δεν το ξέρεις,” είπε και τον πλησίασε. Έσκυψε και έπιασε τα χέρια του, ελευθερώνοντας τον αντίχειρά του αριστερού του χεριού.
“Όχι!” φώναξε ο Μάριος. “Εντάξει, θα σου πω, το ξέρω! Περίμενε!”
“Περιμένω,” είπε ο Σπύρος, όμως δεν άφησε το δάχτυλό του Μάριου από τα χέρια του.
Εντάξει. Ας παίξω το ηλίθιο παιχνίδι του μέχρι να έρθει κάποιος. Έτσι κι αλλιώς είναι τελείως σκράπας. Πόσο δύσκολα μπορεί να μου βάλει;
“Για να βρούμε τα ακρότατα μία συνάρτησης...” ξεκίνησε να λέει με τρεμάμενη φωνή ο Μάριος, όταν με τρόμο συνειδητοποίησε ότι δεν θυμόταν την απάντηση που ένα χρόνο τώρα είχε βαρεθεί να βλέπει μπροστά του.
“Δεν το ξέρεις,” συμπέρανε τελείως φυσιολογικά ο Σπύρος και ο Μάριος ένιωσε το στόμα της τανάλιας να αγγίζει το πάνω μέρος του νυχιού του.
“Όχι! Όχι! Περίμενε! Πρέπει να σκεφτώ!”
“Τέλος χρόνου, φίλε,” είπε ο Σπύρος και τράβηξε απότομα την τανάλια. Ο Μάριος έβγαλε μία κραυγή που σίγουρα ακούστηκε σε όλο το οικοδομικό τετράγωνο. Κολοσσιαία κύματα πόνου πήγασαν από το δάχτυλό του, ενώ ένιωσε και το αίμα να αναβλύζει από εκεί επίσης. Ήταν ο χειρότερος πόνος που είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του. Μία σκυταλοδρομία από κραυγές ακολούθησε την πρώτη μέχρι τελικά να σβήσουν. Αλλά ο πόνος φυσικά δεν πήγε πουθενά.
“Θέμα δεύτερο,” είπε ο Σπύρος σαν να μη συνέβη τίποτα και σηκώθηκε όρθιος.
“Όχι! Άσε με να φύγω! Βοήθεια!” φώναξε ο Μάριος, αλλά βοήθεια δεν ερχόταν από πουθενά. Ήταν αδύνατο να μην ακούστηκε η προηγούμενη κραυγή του τουλάχιστον σε όλη την πολυκατοικία. Γιατί δεν ερχόταν κανένας; Κάποιος πεθαίνει στο διπλανό διαμέρισμα, και δεν έρχεται κανείς. Γιατί;
“Σε ένα όριο, πως λύνουμε μία απροσδιοριστία της μορφής άπειρο εις την άπειρο;” συνέχισε ο Σπύρος.
Ο Μάριος έτρεμε ολόκληρος και το πρόσωπό του έσταζε από τον ιδρώτα. Ο πόνος στο κεφάλι και στο δάχτυλό του ήταν αδιανόητος, ήταν...άπειρος εις την άπειρο.
“Προσπάθησε να χαλαρώσεις Μάριε,” είπε ο Σπύρος συμβουλευτικά. “Το στρες δεν κάνει καλό στις εξετάσεις. Δεν θα γράψεις τίποτα αν είσαι αγχωμένος.” Γέλασε. “Αν είσαι αγχωμένος, ακόμη και τις απαντήσεις να σου δώσουν, δεν θα μπορείς να τις αντιγράψεις. Οπότε, χαλάρωσε.”
“Μου βγάζεις τα νύχια ρε παλιοανώμαλε! Πως να χαλαρώσω;” απάντησε ο Μάριος και περίμενε να δει το Σπύρο να εκρήγνυται και να του βγάζει όλα τα νύχια μαζί. Όμως ο Σπύρος έδειχνε ανεπηρέαστος.
“Ξέρεις την απάντηση ή όχι;” ρώτησε.
Ο Μάριος προσπάθησε να σκεφτεί, αλλά δεν βρήκε την απάντηση. Ήξερε ότι δεν θα έβρισκε καμία απάντηση σήμερα, όσο απλή και να ήταν η ερώτηση. Εκείνη τη στιγμή, δεν θυμόταν ούτε τι χρώμα είχε το εξώφυλλο του βιβλίου.
“Όχι! Δε τη ξέρω τη γαμημένη την απάντησή σου!” του φώναξε.
Ο Σπύρος πλησίασε και πάλι, έσκυψε και τράβηξε το επόμενο νύχι. Ακόμη μία σειρά από κραυγές πόνου διαπέρασαν τοίχους και παράθυρα και ταξίδεψαν σε ένα κτήριο στο οποίο ή δεν ήταν κανείς ή κανείς δεν νοιάζονταν.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε ακόμη τρεις φορές. Ο Μάριος είχε πλέον χάσει όλα τα νύχια του αριστερού του χεριού. Ήταν το καλό του χέρι. Ακόμη και αν γλίτωνε σήμερα από τον τρελό φίλο του, δεν θα μπορούσε να δώσει εξετάσεις, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο που τον ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Ο πόνος είχε σκεπάσει κάθε άλλη σκέψη και έγνοια. Το αίμα συνέχισε να βγαίνει από τις πέντε τρύπες στα δάχτυλά του και είχε δημιουργήσει μια στρογγυλή στάμπα πάνω στο χαλί.
Μόνο ένα πράγμα διαπερνούσε που και που αυτό το πέπλο του πόνου. Μία απορία: Γιατί δεν έρχεται κανείς;
Ο Σπύρος άφησε την τανάλια στο τραπεζάκι.
Θεέ μου επιτέλους σταμάτησε, σκέφτηκε ο Μάριος.
Ο Σπύρος πήρε στο χέρι του το μαχαίρι.
Ωχ, όχι, σκέφτηκε ο Μάριος.
Η λεπίδα του μαχαιριού μπορεί να ήταν μεγάλη, στα μάτια του Μάριου όμως φαινόταν θεόρατη, και πιο πολύ έμοιαζε με μπαλτά.
Ο Σπύρος πλησίασε και χάιδεψε τα μαλλιά του Μάριου.
“Συνήθως στις εξετάσεις τα θέματα είναι τέσσερα. Εγώ σαν φίλος σου έβαλα πέντε, όμως δεν απάντησες κανένα.” Τώρα γονάτισε στο πάτωμα και οι δυο τους ήρθαν πρόσωπό με πρόσωπο. “Τώρα, επειδή σ' αγαπάω Μάριε, θα σου βάλω κι ένα έκτο θέμα. Αν το απαντήσεις, θα σε αφήσω να φύγεις. Αν όχι...” ακούμπησε την μύτη του μαχαιριού στο στήθος του Μάριου και στο ύψος της καρδιάς. Ο Μάριος έπιασε το υπονοούμενο.
“Έτοιμος;” ρώτησε ο Σπύρος και έκανε την ερώτηση χωρίς να περιμένει επιβεβαίωση. “Γιατί με άφησες να μπλέξω με τους άλλους;”
Ο Μάριος έβαλε τα κλάματα. Αν τα θέματα των μαθηματικών του φάνηκαν δύσκολα (παρόλο που δεν ήταν), αυτό του φάνηκε άλυτο. Πιο άλυτο και από τον τετραγωνισμό του κύκλου. Οι λυγμοί του Μάριου έμοιαζαν πιο δυνατοί και από τις κραυγές που έβγαζε όταν ο Σπύρος του αφαιρούσε τα νύχια.
Κούνησε γρήγορα το κεφάλι δεξιά και αριστερά, δηλώνοντας ότι δεν ήξερε. Όμως ήξερε, έτσι δεν είναι; Ήξερε ότι απλά επέλεξε να μην ασχοληθεί με τα μπλεξίματα του φίλου του. Πρώτον δεν ήθελε και δεύτερον τα μαθήματα του έτρωγαν λαίμαργα όλο το χρόνο. Αυτήν ήταν η αλήθεια. Όμως ήταν μια αλήθεια που, αν και πικρή, θα ικανοποιούσε τον Σπύρο εκείνο το βράδυ και θα τον άφηνε να φύγει ζωντανό. Την επόμενη μέρα ο Μάριος θα πήγαινε να δώσει εξετάσεις χωρίς κανένα πρόβλημα και θα τα πήγαινε περίφημα γιατί ήταν καλός μαθητής και πολύ έξυπνο παιδί. Όλα αυτά όμως ο Μάριος δεν τα ήξερε και επέλεξε για ακόμη μία φορά να μην παραδεχθεί την αλήθεια.
Κούνησε ξανά το κεφάλι του.
“Κρίμα φίλε,” είπε ο Σπύρος και έμπηξε το μαχαίρι στο στήθος του Μάριου. Η κοφτερή λεπίδα τρύπησε την καρδιά του και ο θάνατός του ήρθε ακαριαία.

2

Πέντε ώρες αφότου η καρδιά του Μάριου σταμάτησε να λειτουργεί, ο Σπύρος άκουσε τρεις δυνατές κραυγές από κάτω, τις οποίες ακολούθησαν περισσότερες μικρότερης έντασης, αλλά και κλάματα που μετά βίας όμως ακούγονταν. Φαντάστηκε ότι θα μπορούσαν να έρχονται από οποιοδήποτε μέρος του πρώτου ορόφου ή του ισογείου και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.
Εκείνη την ώρα έπαιρνε το πρωινό του, σαν να μη τρέχει τίποτα. Επίσης σαν να μην έτρεχε τίποτα, σε λίγο θα πήγαινε στο σχολείο, θα παρέδιδε μία λευκή κόλλα και θα έφευγε. Δεν είχε κανένα άγχος και το βράδυ κοιμήθηκε σαν πουλάκι, όπως κάθε βράδυ.
Μισή ώρα αργότερα, κι ενώ το θέμα με τις κραυγές είχε σχεδόν σβηστεί από το μυαλό του, ο Σπύρος βγήκε από το διαμέρισμά του για να πάει στο σχολείο. Έφτασε στο πλατύσκαλο ανάμεσα στο δεύτερο και τον πρώτο όροφο και σταμάτησε. Στην είσοδο του από κάτω διαμερίσματος επικρατούσε αναστάτωση. Υπήρχε ένα φορείο, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένο ένα παιδί που ο Σπύρος γνώριζε πολύ καλά. Ήταν ο φίλος του ο Μάριος.
Αρρώστησε; ήταν η πρώτη σκέψη του. Θα χάσει τις εξετάσεις;
Τότε είδε έναν γιατρό ή τραυματιοφορέα ή ότι σκατά ήταν τέλος πάντων να τον σκεπάζει ολόκληρο με ένα σεντόνι.
Δεν σε σκεπάζουν ολόκληρο με ένα σεντόνι αν έχεις αρρωστήσει, σκέφτηκε τώρα και έβαλε το χέρι του μπροστά στο στόμα του, μη μπορώντας να πιστέψει το μήνυμα που έστελναν τα μάτια του στον εγκέφαλό του.
Δύο από τους γιατρούς ή τραυματιοφορείς ή ότι σκατά ήταν τέλος πάντων κατέβαζαν το φορείο από τα σκαλιά και ο τρίτος τους ακολουθούσε. Ο Σπύρος έτρεξε και τον έπιασε. Ήταν υπερβολικά ψηλός.
“Τι έγινε;” ρώτησε.
“Πέθανε στον ύπνο του,” είπε χαμηλόφωνα εκείνος. “Ανακοπή.”
Τώρα ήταν που θα πάθαινε αυτός την ανακοπή.
“Ήταν φίλος σου;”
Ο Σπύρος δεν απάντησε. Κοίταζε σαν υπνωτισμένος το φορείο να απομακρύνεται μέχρι που βγήκε από το οπτικό του πεδίο.
“Νεαρέ;” είπε ο ψηλός και τον σκούντηξε.
“Τι;” είπε ο Σπύρος σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. “Ναι,” απάντησε τελικά. “Ναι, ήταν.”

Spirou's Insomnia

Αυτή η ιστορία πρωτόποσταρήστηκε εδώ και προέκυψε από τη βιβλιοθήκη της spirou που φαίνεται εδώ.

--------

Spirou's Insomnia

H spirou πλησίασε στη βιβλιοθήκη και κοίταξε το βιβλίο. Το πρόσωπο στο εξώφυλλο την κοίταζε με τα νεκρά του μάτια, μέσα από την τριγωνική σπηλιά που σχημάτιζαν τα βιβλία στο ράφι. Στο μυαλό της ήρθε η ιστορία “The Boogeyman” από τη συλλογή “Night Shift”, και ένιωσε μερικές τρίχες στο σβέρκο της να εγείρονται, σαν ζόμπι που σηκώνονται από τον τάφο. Αναρωτήθηκε πως δεν το είχε προσέξει νωρίτερα. Ήταν όντως τρομακτικό.
Αλλά δεν παύει να είναι ένα κομμάτι χαρτί, σκέφτηκε και μετακίνησε τα υπόλοιπα βιβλία έτσι ώστε να το κρύψει. “Ξεκόλλα,” ψιθύρισε στον εαυτό της. “Πρέπει να κόψεις τον πολύ King.”
Όπου να' ναι θα τον κόψεις έτσι κι αλλιώς, γιατί δεν θα έχει απομείνει και τίποτα να διαβάσεις, πετάχτηκε μια φωνή μέσα στο μυαλό της.
Μία ώρα αργότερα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, περιμένοντας τον ύπνο να έρθει και να της κλείσει τα μάτια. Ολόκληρη η προηγούμενη μέρα πέρασε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα από το μυαλό της σαν ταινία. Μια απ' τα ίδια. Σκέφτηκε αυτήν που θα ξημέρωνε σε λίγες ώρες, και τα μικρά εκνευριστικά διαβολάκια που θα της έκαναν τη ζωή δύσκολη στο σχολείο.
Ήταν κουρασμένη και συνεπώς ο ύπνος δεν θα αργούσε να εμφανιστεί στο ραντεβού. Ήταν η στιγμή που τον είδε να στρίβει επιτέλους τη γωνία και να έρχεται προς το μέρος της, όταν άκουσε ένα θόρυβο. Ο ύπνος πήγε από εκεί που ήρθε και η spirou ήταν πλέον πλήρως ξύπνια. Ο θόρυβος είχε έρθει από την μεριά της βιβλιοθήκης. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, άνοιξε το πορτατίφ δίπλα από το κρεβάτι της, σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς την πόρτα του δωματίου και άνοιξε το κεντρικό φως. Όταν πλησίασε τη βιβλιοθήκη, τα ζόμπι στο σβέρκο της εγέρθησαν για ακόμη μία φορά. Ήταν τα βιβλία στο πάνω ράφι. Είχαν μετακινηθεί δημιουργώντας και πάλι την τρίγωνη σπηλιά μπροστά από το “Insomnia.” Και φυσικά εκεί ήταν και πάλι το πρόσωπο να την κοιτάζει, ανέκφραστο και νεκρό. Ήταν όντως νεκρό; σκέφτηκε η spirou και οι καρδιά της άρχισε να ανεβάζει στροφές. Έπιασε τον εαυτό της να μην μπορεί να μετακινήσει το βλέμμα της από εκεί, λες και το άψυχο εκείνο πρόσωπο ήταν από ένα εξωγήινο υλικό που μαγνήτιζε της κόρες των ανθρώπινων ματιών. Τελικά κατάφερε να σπάσει αυτόν τον αόρατο δεσμό, ξαναμετακίνησε τα βιβλία για να κρύψει το πρόσωπο και έφυγε από εκεί.
Αυτή τη φορά ξάπλωσε με το πορτατίφ αναμμένο δίπλα της, ενώ σκεπάστηκε και μέχρι το λαιμό με μια κουβέρτα, παρόλο που είχαν πιάσει οι ζέστες και ο ύπνος είχε αρχίσει πλέον να μετατρέπεται σε μια επίπονη διαδικασία γεμάτη ιδρώτα και κουνούπια. Προσπάθησε να μη σκέφτεται το βιβλίο.
Σκέψου τα βλαμμένα στο τελευταίο θρανίο που όλο μιλάνε μεταξύ τους και θέλεις να τα δολοφονήσεις με τον διαβήτη, είπε μια φωνή.
Σκέψου την Κατερινούλα στο πρώτο θρανίο μπροστά στην έδρα. Μα τι καλό κοριτσάκι. Πολύ το συμπαθώ, είπε μια άλλη.
Σκέ-, πήγε να πει μια τρίτη, άλλα η spirou είχε ήδη πεταχτεί από το κρεβάτι της λες και το σώμα της τέθηκε υπό τάση χιλίων βολτ. Όμως δεν ήταν ηλεκτρική τάση αυτό που την έκανε να αντιδράσει έτσι. Ήταν ο θόρυβος από την βιβλιοθήκη. Ίδιος με εκείνον μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα.
Άνοιξε το φως του δωματίου και πλησίασε για άλλη μια φορά τη βιβλιοθήκη. Η καρδιά της έτρεχε κούρσα εκατό μέτρων και τα ζόμπι αναστήθηκαν πλέον σε κάθε σημείο του σώματός της και όχι μόνο στο σβέρκο.
Όμως δεν υπήρχε τίποτα. Τα βιβλία ήταν όπως τα άφησε την τελευταία φορά και το νεκρό πρόσωπό του “Insomnia” κολλημένο στην πλάτη της “Carrie”. Ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω της και η καρδιά της άρχισε σιγά σιγά να επανέρχεται στους φυσιολογικούς της ρυθμούς.
Απλά το φαντάστηκα. Ναι αυτό είναι, το φαντάστηκα, σκέφτηκε, κατά βάθος όμως δεν έπεισε τον εαυτό της. Όμως δεν ήθελε να το σκέφτεται άλλο. Δεν υπήρχε τίποτα στη βιβλιοθήκη και αυτό αρκούσε για να την κάνει να επιστρέψει στο κρεβάτι.
Ξεκίνησε να φύγει, όταν η άκρη του ματιού της έπιασε κάτι στο κάτω ράφι. Έσκυψε να δει. Εδώ ξανατρέχουμε, θα έλεγε η καρδιά της αν είχε φωνή και άρχισε αμέσως να το πράττει.
Τα βιβλία δεξιά από το “IT” είχαν μετακινηθεί, δημιουργώντας έτσι μια άλλη τρίγωνη σπηλιά, μέσα στην οποία βρισκόταν το εξώφυλλο που απεικόνιζε έναν κλόουν.
Ονειρεύομαι, σκέφτηκε η spirou. Αχά. Ναι, ονειρεύομαι και όπου να' ναι θα ξυπνήσω.
Κοίταζε ακόμη στο εξώφυλλο όταν τα μάτια του κλόουν κουνήθηκαν. Η spirou έβγαλε μία κραυγή και πετάχτηκε προς τα πίσω. Τα μάτια του κλόουν συνέχιζαν να κινούνται, κοιτάζοντας τριγύρω σαν να ψάχνουν για κάτι. Η spirou στέκονταν όρθια και παγωμένη, δύο βήματα μακρυά από τη βιβλιοθήκη. Ο κλόουν την κοίταξε και το βλέμμα του κλείδωσε επάνω της. Βρήκε αυτό που έψαχνε. Εκείνη ένιωσε τον τρόμο και τον πανικό να πλημμυρίζουν κάθε γωνιά του σώματος και του μυαλού της. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά οι φωνητικές της χορδές αρνούνταν επίμονα να συνεργαστούν. Ήθελε να τρέξει, αλλά τα πόδια της έμοιαζαν να έχουν τσιμεντωθεί στο πάτωμα.
Τότε ήταν που το στόμα του κλόουν άρχισε να κουνιέται καθώς μιλούσε.
Hi spirou. Do you want a balloon?”

Hello world

 Χαίρετε!

Αυτό το blog δημιουργήθηκε κυρίως για να έχω κάποιο μέρος να δημοσιοποιώ τις συγγραφικές μου ανησυχίες (αλλά και όχι μόνο) που με έχουν πιάσει εδώ και τέσσερις μήνες περίπου. Τίποτα το τρομερό, απλά καμιά ιστορία που και που (λες και θα τις διαβάζει και κανείς :p) μέχρι να βαρεθώ, όπως γίνεται συνήθως με τα περισσότερα πράγματα τα οποία ξεκινάω.

Το όνομα του ιστολογίου τώρα, δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία. Βέβαια είναι στα λατινικά ο "Βασιλιάς των σκύλων," ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Όχι, δεν είμαι εγώ ο βασιλιάς των σκύλων και ούτε είχα και ποτέ σκύλο. Απλά λατρεύω αυτή τη φράση έτσι όπως ακούγεται. Για την ιστορία, είναι ο τίτλος ενός άλμπουμ των X-Ray Dog, το εξώφυλλο του οποίο σε συνδυασμό με τον τίτλο και με ένα κομμάτι, με ενέπνευσαν σε κάτι.

Αυτά.
Welcome.