Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Μην αλλάξεις πλευρό



Μην αλλάξεις πλευρό

Ο Μιχάλης ήταν έξι ετών, και σύμφωνα με τον πατέρα του, αρκετά μεγάλος ώστε να περιμένει να ακούσει κάποιο παραμύθι για να μπορέσει να κοιμηθεί. Η μητέρα του από την άλλη, πίστευε απλά ότι αργά ή γρήγορα θα το ξεπερνούσε και ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχούν.
Όμως δεν ήταν μόνο το παραμύθι αυτό που χρειαζόταν ο Μιχάλης για να κοιμηθεί ήσυχος. Από την καταραμένη μέρα που είδε εκείνη την ταινία με τους ιερείς και τους δαίμονες, το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έπεφτε στο κρεβάτι, ήταν να περάσει το χέρι του κάτω από αυτό και να νιώσει τη λεία λεπίδα του σουγιά που ήταν σφηνωμένος ανάμεσα στα σανίδια. Αν οι γονείς του είχαν γνώση αυτού του μυστικού, τότε θα υπήρχε λόγος να ανησυχήσουν.
Έτσι, όπως κάθε βράδυ, έλαβε την εντολή από την μητέρα του να πάει και να ξαπλώσει στο δωμάτιό του, για να τον ακολουθήσει κι εκείνη ένα λεπτό αργότερα. Ξάπλωσε κοιτάζοντας προς τον τοίχο. Πάντα προς τον τοίχο. Ποτέ δεν κοίταζε το άδειο και σκοτεινό δωμάτιο, τουλάχιστον όσο ήταν ακόμη ξύπνιος. Θα μπορούσε απλά να κλείσει τα μάτια του και να αδιαφορεί για την κατεύθυνση του κεφαλιού του. Το είχε σκεφθεί και ο ίδιος αυτό και μάλιστα το είχε δοκιμάσει κάποια μέρα. Αλλά ήταν αδύνατον. Γνωρίζοντας ότι το πρόσωπό του ήταν στραμμένο προς το σκοτεινό δωμάτιο, τα μάτια άνοιγαν από μόνα τους, λες και το σκοτάδι άπλωνε τα παγωμένα του χέρια και σήκωνε τα βλέφαρά του για να του δείξει τους εφιάλτες που έκρυβε μέσα του. Οπότε, ξαπλώνουμε κοιτάζοντας προς τον τοίχο, για να είμαστε σίγουροι και ασφαλείς.
Άκουσε τη μητέρα του να πλησιάζει το δωμάτιο και βούτηξε γρήγορα το χέρι του κάτω από το κρεβάτι. Ο σουγιάς ήταν εκεί. Εκείνη, τώρα μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε στο κρεβάτι δίπλα του.
“Θέλω την ιστορία με το δράκο σήμερα μαμά,” είπε ο Μιχάλης.
“Δεν είμαι η μαμά σου,” απάντησε μια υγρή, μπάσα φωνή, η οποία δεν θα μπορούσε να ανήκει σε κανένα ανθρώπινο ον. Κάπως έτσι θα ήταν η φωνή ενός κροκόδειλου, αν μπορούσε να μιλήσει.
Ο Μιχάλης τραντάχτηκε και άρχισε να τρέμει. Ήθελε να γυρίσει αλλά ήταν παγωμένος εκεί. Είχε παραλύσει.
Δεν το άκουσα αυτό, σκέφτηκε. Δεν υπάρχει τίποτα πίσω μου. Απλά το φαντάστηκα. Ναι, αφού συνέχεια φοβάμαι από τότε που είδα εκείνη την ταινία.
Δεν άκουσε ξανά την τερατώδη αυτή φωνή και σιγά σιγά άρχισε να πιστεύει ότι πράγματι την είχε φανταστεί. Η παράλυση του έσπασε και με αργές κινήσεις ξεκίνησε να περιστρέφει το σώμα του. Αλλά ήταν λάθος γιατί...
“Μην αλλάξεις πλευρό,” πρόσταξε η φωνή και έκανε το αίμα του Μιχάλη να παγώσει ξανά. “Θα σε σκοτώσω αν το κάνεις.”
“Ποιος είναι;” ρώτησε ο Μιχάλης και έβαλε τα κλάματα. “Που είναι η μαμά μου και ο μπαμπάς μου;”
“Τους σκότωσα και τους έφαγα,” είπε η φωνή ξεσπώντας σε ένα απαίσιο γέλιο. “Ω ναι, τους σκότωσα. Και θα κάνω το ίδιο και με εσένα αν δε σταματήσεις να κλαψουρίζεις. Μισώ τα παιδιά και όταν κλαψουρίζουν τα μισώ ακόμη πιο πολύ.”
Όμως ο Μιχάλης ήταν αδύνατο να μη συνεχίσει να κλαψουρίζει και τώρα οι λυγμοί του ήταν πιο δυνατοί από ποτέ.
“Σκάσε!” ούρλιαξε η φωνή και ο Μιχάλης υπάκουσε χωρίς να το καταλάβει. Ήταν λες και αυτή η απαίσια φωνή του πάγωσε τα δάκρυα.
“Είσαι ο δαίμονας. Ή ο παππάς από την ταινία,” είπε μετά από μισό λεπτό απόκοσμης σιωπής, θεωρώντας και τους δύο εξίσου τρομακτικούς.
“Είμαι πολλά πράγματα. Όλα αυτά που φαντάζεσαι όταν κοιτάζεις μέσα στο σκοτάδι.”
Ο Μιχάλης ένιωσε τα δάκρυα να εμφανίζονται ξανά πίσω από τα μάτια του αλλά προσπάθησε να τα κρατήσει εκεί. Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να διώξει αυτή τη φωνή με το μυαλό του, αλλά δεν τα κατάφερε, αφού δεν ήταν μια απλή φωνή μέσα στο κεφάλι του. Μπορούσε να νιώσει το βαθούλωμα στο στρώμα ακριβώς από πίσω του. Όσο και να έτρεμε στην ιδέα, αυτό που καθόταν εκεί ήταν αληθινό.
“Θα σου δώσω μια ευκαιρία να ζήσεις μικρέ, μιας και δεν πεινάω τόσο αυτή τη στιγμή,” είπε η φωνή. “Θα παίξουμε ένα παιχνίδι, τι λες;”
Ο Μιχάλης έμεινε σιωπηλός.
“Οι κανόνες είναι απλοί. Θα μείνουμε εδώ όλη νύχτα και αν μέχρι το πρωί κρατηθείς και δεν γυρίσεις να κοιτάξεις, τότε θα σου χαρίσω τη ζωή.”
Καμία απάντηση από το μαρμαρωμένο αγόρι.
“Εντάξει τότε, θα σε σκοτώσω τώρα.”
“Όχι! Εντάξει. Εντάξει.”
“Τέλεια,” είπε το πλάσμα από πίσω του με μια χροιά ικανοποίησης στη φωνή του (αν μπορούσες να πεις ότι αυτή η φωνή ήταν ικανή να πάρει και κάποια διαφορετική από την αυθεντική και άθλια χροιά της). “Δε θα τα καταφέρεις ποτέ μικρέ. Θα γυρίσεις αργά ή γρήγορα. Επειδή θέλεις να δεις. Νιώθω την περιέργεια στριμωγμένη μέσα στο μυαλό σου και δεν θα αργήσει να βγει στην επιφάνεια. Και τότε θα γυρίσεις και θα δεις. Πίστεψε με μικρέ, δε θέλεις να με δεις.”
Ο Μιχάλης τότε ένιωσε κάτι (δάχτυλο;) να αγγίζει το μπράτσο του και τράβηξε απότομα το χέρι του. Θεέ μου με άγγιξε. Όχι!
“Γυρίζεις την πλάτη σου στο σκοτάδι και στο φόβο κάθε βράδυ, έτσι δεν είναι; Αλλά για πόση ώρα νομίζεις ότι μπορείς να αντέξεις, όταν ξέρεις ότι πίσω σου στέκεται ο χειρότερος σου εφιάλτης; Θέλεις να αντικρίσεις αυτό τον εφιάλτη, όσο τρομακτικός κι αν ξέρεις ότι είναι. Ακόμη κι αν ξέρεις ότι θα σε κατασπαράξει.”
Θα πεθάνω, σκέφτηκε ο Μιχάλης και προσπάθησε να προσευχηθεί από μέσα του. Όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ούτε την πρώτη φράση όταν άκουσε ξανά αυτό το φρικαλέο γέλιο, πιο δυνατό από ποτέ, να αντανακλάται στους τοίχους του δωματίου και να επιστρέφει ενισχυμένο στα αφτιά του. Του δωματίου; Αυτός ο αντίλαλος έμοιαζε να προέρχεται από τους ακανόνιστα πετσοκομμένους τοίχους ενός σπηλαίου και όχι από τους επίπεδους και καθαρούς τοίχους ενός παιδικού δωματίου.
“Οι προσευχές δεν μπορούν να σε βοηθήσουν μικρέ. Είναι ψεύτικες. Δεν ξέρεις καν σε ποιον προσεύχεσαι.”
“Προσεύχομαι στο Θεό!” απάντησε ο Μιχάλης με θάρρος που εξέπληξε ακόμη και τον ίδιο.
“Δεν υπάρχει Θεός μικρέ. Εγώ είμαι ο μόνος Θεός σε αυτό το δωμάτιο και θα σε καταβροχθίσω ολόκληρο όπως το φίδι καταπίνει το ποντίκι, όταν γυρίσεις και με κοιτάξεις. Γιατί θα γυρίσεις τελικά, δεν μπορείς να ξεφύγεις.”
Ο σουγιάς!
Μέσα στον πανικό του, η ύπαρξή του είχε σβηστεί από το μυαλό του. Τώρα άρχισε να μετακινεί το τρεμάμενο χέρι του προς την κρυψώνα του. Σταμάτησε. Πρέπει να τον απασχολήσω γιατί θα με καταλάβει.
“Πως σε λένε;” ρώτησε και ταυτόχρονα άρχισε να ψάχνει για τον σουγιά κάτω από το κρεβάτι.
“Πως με λένε; Τι με πέρασες, για άνθρωπο; Δεν έχω ένα όνομα μικρέ. Έχω το όνομα και το πρόσωπο του κάθε εφιάλτη σου.”
Τα δάχτυλά του άγγιξαν τον σουγιά. Τον ελευθέρωσε και τον κράτησε όσο πιο σφιχτά του επέτρεπε ο τρόμος του. Τότε ήταν που ένιωσε τον απόλυτο φόβο. Το πλάσμα χωρίς όνομα είχε σκύψει, πλησιάζοντας το σίγουρα φρικτό πρόσωπό του στο δικό του.
“Δεν μπορείς να ξεφύγεις,” ψιθύρισε και με κάθε λέξη του ο Μιχάλης μπορούσε να νιώσει και να μυρίσει την βρωμερή αναπνοή του στο πρόσωπό του. Τα χείλη του (αν ήταν χείλη), άγγιξαν το απαλό του μάγουλο. Ήταν λες και ήθελε να τον φιλήσει. “Θα γυρίσεις και θα με κοιτάξεις μικρέ. Γιατί δεν το κάνεις τώρα; Έλα. Ξέρω ότι το θέλεις. Γύρνα να σου ξεριζώσω αυτό το μικρό, άθλιο πρόσωπο.”
Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε ο μικρός Μιχάλης συγκεντρώνοντας όσο θάρρος του είχε απομείνει. Δεν ήταν πολύ, ο φόβος είχε εξαφανίσει το περισσότερο, αλλά ήταν αρκετό ώστε να τον κάνει να βγάλει μία κραυγή και να γυρίσει απότομα, καρφώνοντας τη λεπίδα στο σώμα αυτού του διαβόλου. Ένας αδύναμος και ανατριχιαστικός ήχος παράχθηκε από αυτή την επαφή και ο Μιχάλης επιβεβαιώθηκε ότι αυτό το πλάσμα ήταν αληθινό και είχε σάρκα και οστά. Έπειτα ακούστηκε μια κακόφωνη κραυγή γεμάτη μίσος και αγανάκτηση (και πόνο;)
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και ο Μιχάλης δεν μπορούσε να δει τίποτα. Προσπάθησε μόνο να απομακρυνθεί, όταν άκουσε βήματα από τον διάδρομο έξω από το δωμάτιό του. Κάποιος ερχόταν τρέχοντας.
Η σιλουέτα που εμφανίστηκε στην πόρτα ήταν γνωστή. Ήταν ο πατέρας του.
“Τι συνέβη;” φώναξε και άνοιξε το φως. “Τι – ”
Τα λόγια του είχαν χαθεί.
Ο Μιχάλης κοίταξε στο κρεβάτι δίπλα του και κατάλαβε ότι οι χειρότεροι εφιάλτες δεν χρειάζονται το σκοτάδι για να κάνουν την εμφάνιση τους. Οι χειρότεροι εφιάλτες δεν φοβούνται κανένα φως και σε κατασπαράζουν αμέσως μόλις βρουν την ευκαιρία. Για αυτούς, κάθε στιγμή, είναι η κατάλληλη στιγμή. Έτσι και ο Μιχάλης τώρα, αντίκριζε τον δικό του χειρότερο εφιάλτη, μπροστά στον οποίο οι δαίμονες και οι ιερείς έμοιαζαν με ροζ κουνελάκια που χόρευαν. Γιατί ο δικός του εφιάλτης, ήταν η εικόνα της μητέρας του, με ένα σουγιά καρφωμένο στο στήθος της και το σκούρο κόκκινο αίμα να πηγάζει από το στόμα της και να στάζει πάνω στο σκληρό εξώφυλλο του αγαπημένου του παραμυθιού.

2 σχόλια:

paokliverpool44 είπε...

ΧΡΙΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ !!!!!! ΑΝΑΤΡΟΙΧΙΑΣΑ....με θυμησε τον θανατο της μητερας του ρολαντ!!!!!

paokliverpool44 είπε...

ναρκωτικα παιρνεις και εχεις τετοια εμπνευση 'η ο κινγκ αρκει?????