Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Η Στάση



Η Στάση

2 Δεκεμβρίου 2013. Θεωρώ πιο πιθανό να ξεχάσω το πότε γεννήθηκα παρά αυτήν τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Τι συνέβη εκείνη τη μέρα;
Στο ξεκίνημά της, ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Σηκώθηκα από το κρεβάτι με τα χίλια ζόρια και μετά από έξι επτάλεπτες αναβολές στο ξυπνητήρι. Αλλά όλη η φασαρία ήταν να τινάξω από πάνω μου το πάπλωμα, το οποίο, όπως κάθε πρωί, είχε όρεξη για αγκαλίτσες και αγάπες. Άπαξ και το κατάφερνα, ήμουν ξύπνιος και έτοιμος. Εντάξει, και καθυστερημένος. Έκανα άλλη μία – μάταιη – επισήμανση στον εαυτό μου ότι δεν έπρεπε να καθυστερώ κάθε μέρα στη δουλεία. Δεν ήθελα να την χάσω. Όχι πως ήτανε και τίποτα σπουδαίο, αλλά ποιος περίμενε άλλα τρία – τέσσερα χρόνια για να βρει καινούρια – η οποία ήταν εξίσου πιθανό να ήταν ακόμη ένα τέρας που μασουλούσε λαίμαργα δέκα ώρες από την καθημερινή μου ζωή;
Τέλος πάντων, ετοιμάστηκα, βγήκα στο δρόμο και κατευθύνθηκα προς τη στάση του λεωφορείου. Τα μισούσα τα λεωφορεία, παρεμπιπτόντως. Προτιμούσα να διανύσω την απόσταση των 45 λεπτών περπατώντας, παρά να μπω εκεί μέσα. Αλλά από τη στιγμή που είχα ήδη αργήσει, έπρεπε να τιμωρηθώ.
Η στάση ήταν γεμάτη (κλασσικά) και είχα ήδη αρχίσει να εκνευρίζομαι. Ξεκίνησα να μελετάω τους ανθρώπους γύρω μου, όπως έκανα πάντα. Το έχω αυτό το χούι. Όταν κάποιος στέκεται κοντά μου ή ο δρόμος μας φέρνει να περάσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο, πάντα θα ρίξω έστω και μία ματιά στο πρόσωπο. Απλά το κάνω. Δεν έχω ιδέα ως προς το γιατί του πράγματος. Δε ξέρω καν εάν αυτό θεωρείται καλό ή κακό από τον κόσμο.
Οπότε, έκοψα αρκετές φάτσες καθώς περίμενα. Όλων των ειδών τις φάτσες. Ηλικιωμένες, μαθητικές, φοιτητικές, όμορφες, άσχημες, νυσταγμένες, βαμμένες, άβαφες, με τσίμπλες ή χωρίς. Στέκονταν όλοι εκεί και κανείς δεν μιλούσε, λες και οι ζωές τους είχαν προς στιγμή τεθεί σε κατάσταση αναμονής, αναστέλλοντας τις λειτουργίες τους μέχρι να έρθει το λεωφορείο και να πατηθεί ξανά το play της ζωής τους. Κι αν όμως δεν ερχόταν το λεωφορείο; Τι θα συνέβαινε; Θα έμεναν για πάντα εκεί σαν αγάλματα; Μπα, δε νομίζω. Θα έπαιρναν τα πόδια τους και θα περπατούσαν, τι διάολο! Όχι;
Αλλά τελικά ήρθε, και η δικιά μου ζωή ήταν αυτή που δέχτηκε μια αόρατη σπρωξιά που την έβαλε στο διπλανό μονοπάτι από αυτό που ακολουθούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όχι, δεν ήταν το λεωφορείο αυτό που έδωσε τη σπρωξιά. Όχι βέβαια. Άλλωστε τα μισώ τα λεωφορεία, δεν είπαμε; Ήταν η κοπέλα που έτρεχε πίσω από το λεωφορείο, προσπαθώντας να το προλάβει.
Τελικά αυτή το πρόλαβε...εγώ πάλι όχι.
Όταν συνειδητοποίησα ότι την κοίταζα σα βλαμμένο να μπαίνει στο λεωφορείο, οι πόρτες είχαν ήδη κλείσει. Αλλά ποιος νοιαζόταν; Μόλις είχα αντικρίσει την μία και μοναδική. Πως ήξερα ότι ήταν αυτή; Απλά το ήξερα. Δεν επιδέχεται εξήγησης. Είναι σαν να προσπαθείς να εξηγήσεις πως δημιουργήθηκε το σύμπαν. Αλλά, πιστέψτε με, το ήξερα από το πρώτο νανοδευτερόλεπτο. Από τη στιγμή που τα μάτια μου έστειλαν ένα ηλεκτρικό σήμα με την εικόνα της στον εγκέφαλο μου, χαράσσοντας τον για πάντα με αυτήν.
Αντικειμενικά μιλώντας, δεν ήταν τίποτα το τρομερό. Δηλαδή, πιστεύω πως αν την έδειχνες σε εκατό άτομα, οι 90 θα την έβρισκαν μέτρια και οι υπόλοιποι 10, απλά καλή. Όμως όχι κι εγώ. Για εμένα ήταν η τέλεια, και αυτό ήταν τελικό. Ήταν λες και κάποιος Θεός είχε αποφασίσει για τη πάρτη μου. Και ποιος ήμουν εγώ που θα τον αμφισβητούσα;
Δε μπορώ να περιγράψω πως ένιωθα το υπόλοιπο εκείνης της μέρας, ίσως γιατί τελικά δε νομίζω να ένιωθα κάτι. Παγομάρα, είναι η λέξη που πιστεύω πλησιάζει περισσότερο. Γιατί, δεν ήξερα τι να κάνω. Ή μάλλον, δεν υπήρχε κάτι να κάνω, πέρα από το να τη σκέφτομαι εξευτελιστικά συνέχεια.
Το επόμενο πρωινό θα έπαιρνα το λεωφορείο, αν και δεν είχα αργήσει. Ξέρω, ντροπή μου κλπ κλπ. Αλλά ο σκοπός ήταν υπέρ του δέοντος ιερός. Έπρεπε να την ξαναδώ. Οπότε, στήθηκα από νωρίς στη στάση. Το εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο να μην την πετύχαινα κι εκείνη τη μέρα, ούτε που το σκέφτηκα. Αλλά μήπως ήμουν σε θέση να σκεφτώ καθαρά; Άστα να πάνε...
Άφησα να περάσουν δύο λεωφορεία. Είχα ακόμη χρόνο, άλλωστε ξεκίνησα νωρίς εκείνη τη μέρα. Ίσως νωρίτερα από κάθε άλλη μέρα.
Η μία και μοναδική εμφανίστηκε πέντε λεπτά αφού πέρασε το τρίτο και όπως ήταν αναμενόμενο, εκείνη τη στιγμή τα πάντα μέσα μου άρχισαν να ανακατεύονται. Στομάχια, καρδιές, πνευμόνια και όλη η παρέα εκεί μέσα έστησαν χορό. Στεκόταν μπροστά μου και προς τα αριστερά, εμποδίζοντας με να δω το πρόσωπό της. Από την άλλη όμως, από εκεί μπορούσα να την κοιτάζω χωρίς τον φόβο να με δει και να με περάσει για λιγούρη – στην καλύτερη περίπτωση.
Μου άρεσαν τα πάντα πάνω της, ακόμη κι αν δεν έβλεπα το...κυρίως πιάτο. Αυτό θα προσπαθούσα να το δω μέσα στο λεωφορείο. Μου άρεσε το σχήμα του σώματος της, τα παπούτσια της, το παντελόνι, το μπουφάν, τα γλυκούλια ροζ γάντια της και το ιδίου χρώματος σκουφάκι, από το οποίο γλίτωναν λίγα από τα σχετικά κοντά καστανά μαλλιά της.
Το λεωφορείο έφτασε και φυσικά διάλεξα την πόρτα που διάλεξε εκείνη. Μέσα, είχα όλο το χρόνο να την καταβροχθίσω με τα μάτια μου. Για να μην τα πολυλογώ, τα μάτια της ήταν υπέροχα, τα γυαλιά της ήταν υπέροχα, η μύτη της και η μικρή ελιά δίπλα σε αυτήν ήταν υπέροχα. Από εκεί και κάτω τα χαρακτηριστικά της κάλυπτε ένα υπέροχο κασκόλ (κρύωνε μωρέ), αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήτανε κι εκείνα υπέροχα.
Όταν κατέβηκα στη στάση μου, μια διαφορετική σκέψη με έβγαλε από την ύπνωση στην οποία είχα βυθιστεί. Η φωνή της λογικής μου είπε: Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Αφού δεν πρόκειται να της μιλήσεις ποτέ.
Δεν είχε και άδικο. Μωρέ και πότε έχει άδικο η φωνή της λογικής; Αλλά την ακούμε ποτέ;
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και τις επόμενες μέρες. Απλά κοιτούσα.
Όταν τέσσερις ή πέντε μέρες μετά από την πρώτη δεν εμφανίστηκε, ένιωσα ένα αόρατο μαχαίρι να καρφώνεται στο στομάχι μου και σκέφτηκα ότι έπρεπε κάτι να κάνω. Αλλά στις σκέψεις, όλοι καλοί είμαστε.
Ευτυχώς, την επόμενη μέρα επανεμφανίστηκε και – για την ώρα – ησύχασα. Αναρωτιέμαι αν με πρόσεξε ποτέ. Όχι αν με κοίταξε, γιατί αυτό αναπόφευκτα θα συνέβη κάποια στιγμή. Ούτε βέβαια το άλλο άκρο, δηλαδή να τραβούσε όσα εγώ. Εννοώ απλά να είχα αποθηκευθεί σε κάποια θέση του μυαλού της και δίπλα στο πρόσωπό μου να υπήρχε έστω και μία λέξη που να περιέγραφε ποιος ήμουν για εκείνη. Οποιαδήποτε λέξη, καλή ή κακή.
Ήξερα πως αν ήθελα να ξεφύγω από αυτήν την διαρκή ονειροπόληση μου και να μπω στον πραγματικό κόσμο (στον οποίο ζούσε κι εκείνη αυτή που υπήρχε στις ονειροπολήσεις μου ήταν απλά ένα άψυχο αντίγραφο της), έπρεπε να προσπαθήσω να της μιλήσω.
Ωραία, και πως το κάνουμε αυτό;
Πολλά σκέφτηκα. Κάποια γελοία και κάποια άλλα γελοιότερα. Όπως για παράδειγμα, να σκοντάψω κατά λάθος πάνω της για να της ζητήσω συγγνώμη και να της πως πόσο χαζός και ατσούμπαλος είμαι, και να μου απαντήσει εκείνη χαμογελαστή ότι δεν πειράζει. Την επόμενη μέρα βέβαια θα της ξαναζητούσα συγγνώμη για την προηγούμενη και από εκεί και πέρα ήλπιζα να ξεκινούσε κάποια άλλη συζήτηση. Μεταξύ άλλων επίσης, σκέφτηκα να την ρωτήσω αν έχει ψιλά για να μου χαλάσει ώστε να βγάλω εισιτήριο, να της κολλήσω με τρόπο ένα αυτοκόλλητο στη πλάτη και μετά να της πω: «Εχμ, συγγνώμη, κάποιος σου κόλλησε ένα αυτοκόλλητο στην πλάτη. Κάτσε μισό λεπτό να σου το βγάλω». Κι έπειτα, δείχνοντας το θα συμπλήρωνα: «Τι χαζοί άνθρωποι που υπάρχουν στο κόσμο, ε;» Μέχρι που ξεκίνησα να βλέπω δυο – τρεις ρομαντικές ταινίες τη μέρα, μπας και ψαρέψω καμιά καλή ατάκα, αλλά τζίφος.
Εντάξει, δεν ήμουν και τόσο στα χαμένα όσο φαίνεται. Ήξερα πως σε τέτοιες περιπτώσεις, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να είναι απλά ο εαυτός του και να αφήσει τους θεατρινισμούς. Αλλά στην περίπτωσή μου, αν ήμουν απλά ο εαυτός μου, δεν θα της μιλούσα ποτέ! Γιατί ήμουν και ντροπαλός που να με πάρει ο διάολος. Δράμα!
Έτσι, σαν άλλο ξυπνητήρι, η επιχείρηση “πιάσε κουβέντα στη μία και μοναδική,” έπαιρνε καθημερινά 24ωρη αναβολή. Απλά αδυνατούσα να το κάνω. Κάθε φορά που έβλεπα το λεωφορείο να στρίβει τη γωνία και να πλησιάζει, έδινα στον εαυτό μου την ίδια ψεύτικη υπόσχεση: «Αύριο».
Σε όλα αυτά τα αύριο όμως, το μόνο που έκανα ήταν να στέκομαι δίπλα της. Στεκόμουν εκεί σαν άγαλμα κι εγώ, περιμένοντας κάτι να πατήσει το play της δικής μου ζωής. Μόνο που το πρόβλημα ήταν, πως αυτός που είχε το τηλεχειριστήριο ήμουν εγώ. Εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να πατήσει εκείνο το κουμπί, κάνοντας το πιο απλό πράγμα στον κόσμο: Να μιλήσω. Διάολε, ήμασταν και οι δύο ανθρώπινα όντα, το σημαντικότερο και πιο πρωτόγονο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η επικοινωνία που εκφράζεται με την ομιλία. Τα σκυλιά γαβγίζουν, οι γάτες νιαουρίζουν, οι άνθρωποι μιλάνε. Εγώ γιατί δεν μπορούσα να το κάνω; Έλεος, μερικές φορές αισθάνομαι λες και έπεσα από το διάστημα.
Το ένα αύριο έφερνε το άλλο και το άλλο το επόμενο, μέχρι που σε ένα από αυτά, μια Τρίτη, εκείνη δεν ήρθε. Δε βαριέσαι, θα είχε ρεπό. Όταν η μία Τρίτη έγινε μία εβδομάδα, το ρεπό έγινε άδεια. Όταν η μία εβδομάδα έγινε ένας μήνας, η άδεια έγινε κάποιο έκτακτο συμβάν. Όταν ο ένας μήνας έγινε δύο, ήξερα ότι είχα χάσει. Δεν θα ερχόταν ξανά.
Τον υπόλοιπο χρόνο, συνέχισα να πηγαίνω στη στάση κάθε πρωί. Όχι πως ήλπιζα σε κάτι. Όλο αυτό το διάστημα, δεν μπορούσα να ησυχάσω. Γιατί δεν ξανάρθε; Τι της είχε συμβεί; Ίσως να άλλαξε σπίτι ή πόλη, ίσως να αγόρασε αυτοκίνητο και να μετακινούταν πλέον με αυτό, ίσως να πέθανε. Ξέρω, μακάβριο, αλλά αυτό ήτανε που κυριαρχούσε στο μυαλό μου. Σκοτώθηκε σε κάποιο δυστύχημα, ή αρρώστησε και πέθανε. Δε ξέρω γιατί το μυαλό μου πήγαινε στο κακό. Και φυσικά αυτό γέννησε τις τύψεις. Άρχισα να αισθάνομαι ένοχος για έναν θάνατο, ο οποίος κατά 99,9% δε συνέβη ποτέ! Αλλά που μυαλό εκείνη τη περίοδο. Έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου πως αν τις είχα μιλήσει, αν γνωριζόμασταν, δεν θα της συνέβαινε αυτό που της είχε συμβεί. Στη προκειμένη τρελή περίπτωση, δεν θα είχε πεθάνει.
Περίπου ένα χρόνο μετά, έκοψα το λεωφορείο, αν και πάντα μόλις έβγαινα στο δρόμο έριχνα μια κλεφτή ματιά προς τη στάση.
Πέρασαν εννέα χρόνια, μέσα στα οποία άλλαξα δουλειά και γειτονιά. Παρόλα αυτά όμως, μια φορά το χρόνο, στη δεύτερη μέρα του Δεκέμβρη, διένυα περπατώντας την απόσταση δύο ωρών που χωρίζει την καινούρια από την παλιά μου γειτονιά. Επέστρεφα σε εκείνη τη στάση, μετρούσα τέσσερα λεωφορεία και στο πέμπτο έμπαινα και έφευγα. Γιατί το έκανα αυτό; Και πάλι δεν ξέρω, όμως εννοείται πως δεν περίμενα να τη ξαναδώ.
Πιστεύω πως η ζωή είναι ένα δέντρο με άπειρο αριθμό κλαδιών, τόσα πολλά και πυκνά, που κάθε, μα κάθε στιγμή που ζούμε βρισκόμαστε σε κάποια διακλάδωση και επιλέγεται, πότε από την τύχη και πότε από εμάς τους ίδιους, σε ποιο κλαδί θα μεταβούμε στη συνέχεια. Ένιωθα πως σε εκείνη τη στάση, εκείνο το κορίτσι, εκείνες τις μέρες, βρισκόταν σε κάποιο πολύ βασικό σταυροδρόμι της δικής μου ζωής. Ίσως το σημαντικότερο, που θα καθόριζε τη γενικότερη κατεύθυνση που θα ακολουθούσα μετέπειτα πάνω στο δέντρο. Είχαν περάσει τόσα χρόνια όμως, και ήξερα πως δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω σε εκείνο το κλαδί και να πάρω τον άλλο δρόμο. Ότι έκανα, έκανα, όσο κι αν το είχα σκυλομετανιώσει.
Τον δέκατο χρόνο, έφτασα εκεί αργά το απόγευμα. Σχεδόν είχε νυχτώσει βασικά, και στη στάση καθόταν μόνο ένα άτομο. Μια γυναίκα, που μόλις την είδα, ένα ξεχασμένο διακοπτάκι σηκώθηκε μέσα στο μυαλό μου. Δε μπορεί, σκέφτηκα και πλησίασα. Μου θύμιζε έντονα κάποια παλιά “γνώριμη,” αν και τη κοίταζα από τα πλάγια οπότε δεν ήμουν σίγουρος. Όσο πλησίαζα, τόσο εντονότερες ένιωθα τις εκρήξεις μέσα στο στομάχι μου. Αυτή είναι...
Έφτασα στη στάση και στάθηκα δίπλα της. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα επέστρεψαν γρήγορα στο δρόμο. Τελικά, άρχισα να έχω αμφιβολίες. Σκέφτηκα ότι αν ήταν εκείνη, θα ήμουν απόλυτα σίγουρος από το πρώτο νανοδευτερόλεπτο, όπως τότε, πριν μια δεκαετία.
Δεν άντεξα και ρώτησα: «Συγγνώμη, να σε ρωτήσω κάτι;» Εκείνη μου παραχώρησε το λόγο με ένα χαμόγελο κι ένα κούνημα του κεφαλιού. «Μήπως μένεις εδώ κοντά;»
«Μπα, όχι», μου απαντάει.
Αλλά εγώ επιμένω: «Μήπως έμενες παλιά εδώ; Πριν χρόνια;»
«Όχι, όχι. Γενικά είμαι καινούρια στην πόλη, πριν λίγες μέρες ήρθα για πρώτη φορά».
Απογοήτευση, αλλά όχι και τόσο. Σιγά μην ήταν εκείνη. Αν έπαιζα σε καμιά ρομαντική ταινία της κακιάς ώρας μπορεί και να εμφανιζόταν, αλλά τώρα...
«Α, μάλιστα», της κάνω.
«Να σου πω την αλήθεια, αυτή τη στιγμή έχω χαθεί», μου λέει. «Πήρα λάθος λεωφορείο και ούτε που ξέρω που βρίσκομαι τώρα. Ακόμη δεν μπορώ να συνηθίσω εδώ πέρα».
Ήμουν έτοιμος να χαμογελάσω και να φύγω. Αντί αυτού, κάθισα στο παγκάκι δίπλα της και τη ρώτησα αν μπορούσα να τη βοηθήσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: