Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Αυτό που πραγματικά χρειάζεσαι



Αυτό που πραγματικά χρειάζεσαι

1

Το αδύναμο πορτοκαλί φως ήταν πάλι εκεί! Για τρίτη συνεχόμενη νύχτα ήταν εκεί. Και όπως τις προηγούμενες φορές, γεννιόταν λίγο πριν τη γραμμή των δέντρων και χανόταν βιαστικά μέσα σε αυτά. Ο Τζον μπορούσε να διακρίνει αυτό το “βιαστικά” ακόμη και από τόσο μακρυά, ακόμη και από τόσο ψηλά. Αυτό που δεν μπορούσε να διακρίνει από το παράθυρό του, ήταν το ποιος κρατούσε αυτό το φως. Αν ήταν άνθρωπος. Θα μπορούσε να είναι ένα μαγικό φως σαν αυτό που είδε να πέφτει μέσα στο δάσος πριν δέκα νύχτες. Γιατί εκείνο το φως ήταν σίγουρα μαγικό. Πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει μια λευκή φωτεινή σφαίρα που έκανε κατακόρυφη βουτιά από τον ουρανό μέσα στην καρδιά του δάσους;
Όμως δεν ήταν πολλοί οι μάρτυρες εκείνου του μυστήριου φαινομένου, παρά μόνο τα παιδιά των οποίων το δωμάτιο βρισκόταν στη βόρεια πτέρυγα και μόνο εκείνα που αντί να κοιμούνται χάζευαν τον έξω κόσμο από τα παράθυρά τους τη συγκεκριμένη μοναδική στιγμή. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν πίστεψαν λέξη από όσα ο Τζον και οι άλλοι έξι τους περιέγραψαν την επόμενη μέρα. Έτσι, κι εκείνοι σταμάτησαν αμέσως τις προσπάθειές τους, πριν οι περιγραφές τους φτάσουν στα αφτιά των μεγάλων και τα πράγματα γίνουν πιο σοβαρά.
Το δάσος είχε πλέον καταπιεί το φως που τρεμοπαίζοντας έντονα μπήκε μέσα του. Ήταν λες και το ίδιο το φως φοβόταν να συνεχίσει βαθύτερα. Όμως ο κουβαλητής του φαίνεται να είχε περισσότερο θάρρος κι έτσι το φως δεν είχε άλλη επιλογή.
Αλλά ποιος είναι; Ποιος να είναι εκεί έξω μέσα στα άγρια μεσάνυχτα; αναρωτήθηκε ο Τζον, συνεχίζοντας να κοιτάζει το τοίχος από δέντρα, το οποίο φαινόταν να λέει αυστηρά στο διπλανό λιβάδι: «Ως Εδώ!»
Στο μυαλό του ήρθαν τώρα οι δύο γείτονές του και καλύτεροί του φίλοι. Η Μαίρη και ο Λούκας. Άραγε να ήταν ξύπνιοι; Και αν ναι, έβλεπαν και αυτοί το φως να μπαίνει στο δάσος; Θα μπορούσε να περάσει κρυφά στα δωμάτιά τους και να δει, αλλά αυτό ήταν μια ενέργεια που περιείχε σημαντικό ρίσκο. Σκέφτηκε τι είχε συμβεί την προηγούμενη φορά που - έχοντας άγνοια κινδύνου - επιχείρησαν να κάνουν κρυφά βόλτες το βράδυ και η ιδέα απορρίφθηκε από μόνη της. Θα τους ρωτούσε το πρωί, δε χάθηκε και ο κόσμος. Με αυτό στο μυαλό, ξάπλωσε και κοιμήθηκε.

2

«Τι ώρα;» ρώτησε ο Λούκας, αναμιγνύοντας τα κατσαρά μαλλιά του με τα χέρια του.
«Δε ξέρω», απάντησε ο Τζον. «Γύρω στα μεσάνυχτα».
«Μπα, κοιμόμουν σίγουρα εκείνη την ώρα».
«Κι εγώ το ίδιο», είπε η Μαίρη απαντώντας στο βλέμμα του Τζον που φαινόταν να της θέτει την ίδια ερώτηση.
«Όμως και οι δύο είδατε...» Κοίταξε τριγύρω και χαμηλώνοντας την ένταση της φωνής του σε ψίθυρο συνέχισε: «Την άσπρη σφαίρα. Μπορεί να έχει να κάνει κάτι με αυτό».
«Και;» ρώτησε απορημένος ο Λούκας.
«Και...δεν ξέρω», είπε ο Τζον ξεφυσώντας. «Αλλά νιώθω ότι κάτι πρέπει να κάνουμε για αυτό. Να το εξερευνήσουμε».
«Είσαι τρελός; Δεν μπορούμε να βγούμε από εδώ μέσα».
«Την άλλη βδομάδα είναι η εκδρομή στο δάσος», παρατήρησε η Μαίρη πριν κατεβάσει χωρίς δεύτερη αναπνοή το γάλα της.
«Σωστά! Θα είναι ευκαιρία να εξερευνήσουμε. Δεν έχουμε ξαναπάει εκδρομή από τότε που συνέβη. Ίσως κάτι να έχει αλλάξει εκεί μέσα».
Σε λίγες μέρες. Αλλά ποιος περίμενε λίγες μέρες; Πως μπορείς να σταματήσεις έναν δεκάχρονο από την εξερεύνηση ενός δάσους στο οποίο εμφανίζονται μαγικά φώτα; Η απάντηση είναι μία: Δεν μπορείς!
Ειδικά όταν το ίδιο βράδυ το φως των τελευταίων τριών ημερών δεν εμφανίστηκε, ο Τζον άρχισε να ανησυχεί. Φοβόταν ότι την επόμενη εβδομάδα θα ήταν πολύ αργά. Φοβόταν πως όποια μαγεία είχε φέρει η λευκή σφαίρα στο δάσος χάνονταν μέρα με τη μέρα, και όταν θα το επισκέπτονταν θα είχε εξαφανιστεί τελείως. Ο Τζον δεν θα το άντεχε κάτι τέτοιο.
Έτσι, μετά από μία ώρα έντονης διαμάχης με τον ίδιο του τον εαυτό για το τι έπρεπε να κάνει, άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιό του.

3

«Λουκ;»
Ο Λούκας σήκωσε το βλέμμα του από το βιβλίο που διάβαζε και η ανησυχία ανέλαβε να παραμορφώσει το πρόσωπό του αναλόγως.
Αυτό το καταραμένο βιβλίο, σκέφτηκε ο Τζον. Δεν έχει βαρεθεί να το διαβάζει; Από τότε που θυμόταν τον φίλο του, πάντα διάβαζε το ίδιο άτιτλο βιβλίο.
«Τι κάνεις εδώ; Αν σε δουνε-»
«Θα βγω έξω», τον διέκοψε ο Τζον κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Στο δάσος, τώρα. Έρχεσαι;»
«Τι; Είσαι με τα καλά σου; Είπαμε την άλλη εβδομάδα στην εκδρομή».
«Δεν μπορώ να περιμένω μέχρι τότε».
«Γιατί; Τι σε έπιασε;»
«Δε μπορώ να το εξηγήσω, αλλά πρέπει να πάμε το συντομότερο. Θα έρθεις;»
«Όχι, δεν θα έρθω», απάντησε ο Λούκας φανερά εκνευρισμένος. «Και ούτε εσύ θα πας. Πήγαινε δίπλα και κοιμήσου. Θα τα πούμε αύριο». Έσβησε το πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι του, ξάπλωσε και χώθηκε ολόκληρος κάτω από την κουβέρτα.
«Θέλεις να έρθεις Λούκας, το βλέπω πεντακάθαρα. Αλλά φοβάσαι. Παραδέξου το».
Το κατσαρό κεφάλι του Λούκας ξετρύπωσε από τα σκεπάσματα και του απάντησε: «Ναι, το παραδέχομαι ότι φοβάμαι. Φύγε τώρα πριν έρθει κανείς».
«Τελευταία σου λέξη;»
«Κοιμόμουν ήδη όταν ήρθες. Δεν μιλήσαμε ποτέ. Τελευταία φορά που σε είδα ήταν το απόγευμα στο θερμοκήπιο».
«Εντάξει», ψιθύρισε ο Τζον στον εαυτό του και επέστρεψε στο δωμάτιό του.
Άδειασε όλα τα ρούχα από την ντουλάπα και τα στοίβαξε στο κρεβάτι, κάτω από την κουβέρτα του. Κοίταξε στο δημιούργημά του και παρατήρησε ότι ήταν υπερβολικά παχύ. Επέστρεψε μερικά στη ντουλάπα και όταν ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα βγήκε ξανά από το δωμάτιο.
«Μαίρη;»
Βρήκε τη Μαίρη στο κρεβάτι της όπως και τον Λούκας, αλλά σε αντίθεση με εκείνον, το φως ήταν κλειστό και η φίλη του κοιμόταν. Μισός μέσα και μισός έξω από το δωμάτιό της, έλεγξε το διάδρομο και ξαναψυθίρισε: «Μαίρη!»
Αλλά η Μαίρη κοιμόταν και το πήρε απόφαση ότι θα πήγαινε μόνος.
Με τα παπούτσια του στο χέρι, κατευθύνθηκε προς τις σκάλες.

4

Ήταν πολύ ευκολότερο απ' όσο θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Εκτός από τον φύλακα στην κεντρική είσοδο, δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Και με τόσα πολλά παράθυρα να υπάρχουν στο κτήριο, δεν είχε καμία δουλειά να περάσει έστω και λίγο κοντά του. Ο μόνος εχθρός που θα μπορούσε να εμφανιστεί ήταν ο αέρας, ανοίγοντας διάπλατα το παράθυρο από το οποίο ο Τζον βγήκε στο προαύλιο. Και αν κάποιος το έβλεπε, θα το έκλεινε από μέσα. Και αν κάποιος το έκλεινε από μέσα, ο Τζον καλύτερα να μην επέστρεφε ποτέ.
Το προαύλιο ήταν εξίσου έρημο με το εσωτερικό του κτηρίου, παρόλα αυτά ο Τζον έτρεξε όσο γρηγορότερα του επέτρεπαν τα κοντά του πόδια προς τον φράκτη. Κουλουριάστηκε στη βάση του και περίμενε μερικές στιγμές να πάρει ανάσες και να ελέγξει ξανά τον περίγυρο του. Παρά την ευκολία με την οποία έφτασε μέχρι εκεί, η καρδιά του έτρεχε γρηγορότερα από ποτέ. Ένιωθε αγχωμένος για κάθε τι που έκανε. Με κάθε του αναπνοή εισέπνεε αγωνία και εξέπνεε φόβο. Κάπως έτσι πρέπει να νιώθει και κάποιος την ώρα που πραγματοποιεί ένα έγκλημα.
Ο συρμάτινος φράκτης είχε το διπλάσιο ύψος από τον ίδιο, αλλά τα ρομβοειδή κενά ανάμεσα στα σύρματα τον καθιστούσαν εύκολα αναρριχίσιμο.
Προσγειώθηκε στην εξωτερική πλευρά.
Έξω. Για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά χωρίς κάποιον πάνω από το κεφάλι του που να του λέει τι πρέπει να κάνει και που επιτρέπεται να βαδίζει. Για πρώτη φορά σε ένα κόσμο χωρίς περιορισμούς. Χωρίς πέτρινα και συρμάτινα σύνορα. Η αγωνία, το άγχος, ο φόβος και οι ενοχές εξαφανίστηκαν από τον οργανισμό του. Έμειναν από την άλλη πλευρά του φράκτη. Χωρίς αμφιβολία αναμένοντας τον να επιστρέψει, ώστε να καταλάβουν ξανά το μυαλό του. Για την ώρα όμως, ήταν καθαρός.
Μερικά μέτρα παραπέρα το μισό του σώμα κρύφτηκε κάτω από τα χόρτα του λιβαδιού. Άπλωσε τα χέρια του νιώθοντας το άγγιγμα τους καθώς περπατούσε. Ήταν λες και είχε πιαστεί χέρι-χέρι με αυτό και προχωρούσαν μαζί.
Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και τα ορατά αστέρια σε αυτόν χιλιάδες. Ήταν εντυπωσιακό το πόσο φως μπορούσαν αυτά και το φεγγάρι να παράγουν μέσα στη νύχτα. Κρατούσαν το σκοτάδι σε ασφαλή απόσταση από εκείνον. Όλα αυτά όμως εκεί έξω, γιατί μέσα στο δάσος, ήταν άλλη ιστορία.
Και σαν να άκουσαν το όνομά τους, τα δέντρα εμφανίστηκαν. Αρχαία και επιβλητικά μπροστά στο ασήμαντο λιβάδι που οδηγούσε σε αυτά.
Και ανάμεσα στα δέντρα, ένα φως. Το αδύναμο πορτοκαλί φως που ο Τζον έβλεπε από το δωμάτιό του τρία βράδια τώρα. Κινούταν και τρεμόπαιζε, όπως και από μακρυά. Κινούταν προς το μέρος του.
Το αγόρι ενστικτωδώς οριζοντιοποιήθηκε λες και μόλις τον είχαν πυροβολήσει, θάβοντας τον εαυτό του μέσα στα ψηλά χόρτα. Τελικά το φως ήταν και σήμερα εκεί. Μπορεί απλά να του ξέφυγε όταν κοιτούσε από το παράθυρό του. Αλλά πως ήταν δυνατό; Αφού δεν ξεκόλλησε στιγμή το βλέμμα του από εκεί;
Σήκωσε το κεφάλι του και προσπάθησε να δει ανάμεσα στα χόρτα. Το φως ήταν ακόμη ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο, όταν και απλά έσβησε, λίγο πριν περάσει τα όρια του δάσους.
Το φως μπορεί να έπαψε να υπάρχει, όμως όχι και αυτός που το κουβαλούσε, γιατί ο Τζον πλέον άρχισε να ακούει καθαρά και γρήγορα βήματα να κατευθύνονται προς το μέρος του. Τελικά δεν ήταν κάποιο μαγικό φως. Ήταν απλά ένας άνθρωπος, ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε. Ένας άνθρωπος, που αν δεν μετακινούταν γρήγορα από την κρυψώνα του, θα πατούσε πάνω του.
Όμως δε πρόλαβε να κουνηθεί. Το μόνο που είδε ήταν μία σκιά, κι έπειτα ένιωσε ένα παπούτσι να πατάει στο δεξί του μπράτσο. Ακολούθησαν δύο κραυγές: μία δική του και μία αυτού που μόλις είχε σωριαστεί δίπλα του. Η σωστότερα, αυτής που είχε σωριαστεί δίπλα του, γιατί η κραυγή περιείχε τις θηλυκές, υψηλές ακουστικές συχνότητες.
Πιάνοντας το χέρι του, γύρισε για να αντικρίσει έναν υπνοβάτη.
«Μαίρη; Πω-» αλλά ήταν τα μόνα που μπόρεσε να αρθρώσει.
Η Μαίρη φορούσε ένα μακρύ παλτό με μια κουκούλα να καλύπτει το καστανό της κεφάλι. Έμεινε καθισμένη στο έδαφος, έκπληκτη.
«Ήρθα στο δωμάτιό σου πριν από λίγο», είπε ο Τζον μόλις πήρε πίσω τη μιλιά του. «Κοιμόσουν!»
Η Μαίρη του έριξε ένα βλέμμα που έλεγε: σου φαίνομαι να κοιμάμαι; Και τότε ο Τζον τα κατάλαβε όλα. Δεν ήταν η Μαίρη που κοιμόταν, αλλά τα ρούχα της, όπως ακριβώς και τα δικά του.
Έπειτα, σαν να του ήρθε αναλαμπή, συνέχισε: «Ώστε εσύ ήσουν! Εδώ έξω κάθε βράδυ». Το μάτι του έπεσε πάνω στο σβησμένο φαναράκι που κείτονταν δίπλα στο κορίτσι. «Ήσουν απλά εσύ και το φαναράκι».
Η Μαίρη χαμήλωσε τα φρύδια της σε αυτό. Ο γείτονάς της φαινόταν απογοητευμένος. «Γιατί τι περίμενες να είναι;» του απάντησε.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και πέταξε ακόμη μία ερώτηση: «Γιατί είπες ψέματα τότε; Γιατί το κράτησες μυστικό;» Η Μαίρη τώρα χαμήλωσε όχι μόνο το βλέμμα της αλλά ολόκληρο το κεφάλι της προς το έδαφος. «Υποτίθεται πως είμαστε οι καλύτεροι φίλοι», επέμεινε ο Τζον. «Γιατί;»
Η Μαίρη τότε πετάχτηκε όρθια χωρίς προειδοποίηση κάτι που έκανε τον Τζον να τρομάξει. «Δεν ξέρω, εντάξει;» του φώναξε, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Δεν ξέρω».
Στάθηκε στα πόδια της με το χορταριασμένο της μάλλινο παλτό κοιτάζοντας προς το δάσος.
«Ήμουν εγωίστρια», συμπλήρωσε μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής και νιώθοντας τον Τζον να πλησιάζει προς το μέρος της. «Συγγνώμη».
Εκείνος την κράτησε από τον ώμο και ένιωσε το κεφάλι της να γέρνει και να ακουμπάει στον δικό του.
«Το είδες;» την ρώτησε κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
«Τι είναι;»
«Έλα», είπε η Μαίρη και ξεκίνησε να περπατάει προς το δάσος.
«Περίμενε! Εσύ λείπεις ήδη αρκετή ώρα».
«Τότε ας τρέξουμε».
Και τρέξανε.

5

«Κι εγώ έτσι ήμουν έφτασα εδώ για πρώτη φορά», σχολίασε η Μαίρη βλέποντας το σαγόνι του Τζον να πέφτει. Εκείνος, πήγε να δείξει με το χέρι του προς το κέντρο του κρατήρα αλλά το μάζεψε πίσω. Προσπάθησε να πει κάτι, αλλά πήρε και τις λέξεις πίσω επίσης. Και τι να έλεγε; Αφού αυτό που έβλεπε δε μπορούσε να υπάρχει. Τουλάχιστον όχι χωρίς να το έχει μάθει όλος ο κόσμος σε ακτίνα χιλιομέτρων. Γιατί φανταζόταν, πως κατά τη δημιουργία ενός κρατήρα τέτοιου μεγέθους, η Γη θα έτρεμε, τα δέντρα γύρω από αυτόν θα είχαν καταρρεύσει και ολόκληρο το δάσος θα έπιανε φωτιά. Εδώ, δεν είχε συμβεί τίποτε από όλα αυτά. Ήταν λες και απλά τα δέντρα έκαναν λίγο χώρο ώστε να φιλοξενήσουν ανάμεσά τους οτιδήποτε ήταν αυτό που έπεσε από τον ουρανό εκείνη τη μέρα. Οπότε, τι μπορούσε να πει;
Η Μαίρη ξεκίνησε να κατεβαίνει προσεκτικά από το χείλος του κρατήρα και ο Τζον ακολούθησε. «Πρόσεχε!» πρόσταξε η Μαίρη αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη λέξη, η ίδια ήταν εκείνη που γλίστρησε, χτυπώντας με τη πλάτη στην πλαγιά. Το φαναράκι που κρατούσε πέταξε από τα χέρια της, και διαγράφοντας μία ανοιχτή καμπύλη τροχιά προσγειώθηκε κοντά στο κέντρο του κρατήρα. Φυσικά, έγινε κομμάτια.
«Είσαι καλά;» φώναξε το αγόρι και τσούλησε προς το μέρος της.
«Ναι, αλλά το φανάρι έσπασε. Τι θα κάνουμε τώρα;»
«Ας πάμε κοντά στο φως».
Πλησίασαν προς το κέντρο, προς το φωσφορίζον βράχο που ήρθε από το διάστημα. Το μέγεθός του ήταν περίπου όσο ενός κλασσικού βαρελιού, αλλά το σχήμα του ακανόνιστο και ασύμμετρο. Εξέπεμπε ένα ανοιχτό βιολετί χρώμα, το οποίο τώρα είχε περιβάλλει τα δύο παιδιά. Είναι πανέμορφο, επαναλάμβαναν συνεχώς και ταυτόχρονα τα μυαλά τους.
Ο Τζον πλησίασε και έσκυψε μπροστά μπροστά από το βράχο. Γύρισε και κοίταξε τη φίλη του. «Τον άγγιξες;»
«Ναι. Μη φοβάσαι, δεν έγινε τίποτα».
Και πράγματι. Μπορεί σαν θέαμα να ήταν όντως εξωγήινο, αλλά στο άγγιγμα έμοιαζε με ένα βράχο σαν όλους τους άλλους. «Είδες κάτι διαφορετικό τις προηγούμενες φορές που ήρθες;» είπε ο Τζον και σηκώθηκε πάλι όρθιος.
«Όχι, τίποτα. Φαίνεται απλά σαν ένα βράχο που βγάζει φως. Αν και είμαι σίγουρη πως δεν είναι μόνο αυτό».
Φυσικά και δεν είναι μόνο αυτό, συμφώνησε νοητά ο Τζον.
«Πρέπει να γυρίσουμε πίσω τώρα. Δε μπορούμε να το ρισκάρουμε άλλο», είπε η Μαίρη.
«Εντάξει. Αλλά χάσαμε το φως. Μέσα στο δάσος είναι θεοσκότεινα. Χρειαζόμαστε φως».
Το δευτερόλεπτο που ο Τζον έβαζε τελεία στην φράση του, το αίμα και των δύο πάγωσε, γιατί ένα φαναράκι εμφανίστηκε μπροστά από το βράχο. Δεν ήταν το σπασμένο, εκείνο κείτονταν κομματιασμένο λίγα μέτρα παραπέρα. Ήταν ένα καινούριο. Ένα καινούριο που δεν υπήρχε τη προηγούμενη χρονική στιγμή. Ένα καινούριο που υλοποιήθηκε από το τίποτα. Από αέρα κοπανιστό.
Τα δύο παιδιά κοιτάχτηκαν με την ίδια απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους: Τι συνέβη μόλις τώρα;
Η Μαίρη πλησίασε διστακτικά και με αργές κινήσεις άπλωσε το χέρι της προς το φανάρι, σαν να ετοιμαζόταν να χαϊδέψει ένα άγριο θηρίο. Ο Τζον δίπλα της έβλεπε μέσα στο μυαλό του το χέρι της Μαίρης να περνάει μέσα από το φανάρι, σαν να ήταν μία οφθαλμαπάτη.
Όμως τελικά ήταν αληθινό, και η Μαίρη το κράτησε στα χέρια της. Κοίταξε σε αυτό κι έπειτα στο βράχο. Χωρίς να μετακινήσει το βλέμμα της είπε: «Είπες ότι χρειαζόμαστε φως, και τότε εμφανίστηκε το φαναράκι».
«Ναι. Και;»
«Χρειάζομαι ένα αυτοκίνητο!» φώναξε η Μαίρη απευθυνόμενη στο βράχο. Όμως τίποτα δε συνέβη.
«Τι; Νομίζεις ότι πραγματοποιεί ευχές;» είπε ο Τζον χαμογελώντας. Έπειτα γύρισε και έκανε τη δική του: «Χρειάζομαι λεφτά!»
Τίποτα.
«Χρειάζομαι ένα σκύλο!»
«Χρειάζομαι καινούρια παπούτσια!»
«Χρειάζομαι ένα μπολ με παγωτό φράουλα!»
«Χρειάζομαι καινούρια παιχνίδια!»
Όμως ο βράχος δεν αποκρίθηκε σε κανέναν από τους δύο, απογοητεύοντας τους ελαφρώς.
Ο Τζον ετοιμαζόταν να πει κάτι καινούριο, ίσως μια νέα ευχή, αλλά η Μαίρη τον διέκοψε απότομα με τη φωνή της. «Περίμενε!» είπε. Άφησε το φανάρι στο έδαφος και του έδειξε τα χέρια της. «Τι βλέπεις;»
«Τις...παλάμες σου;»
«Ναι, αλλά τι έχουν;»
«Είναι κόκκινες. Α! Έχουν παγώσει από το κρύο».
«Ακριβώς», είπε η Μαίρη και γύρισε ξανά προς το βράχο. «Χρειάζομαι γάντια!»
Και η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα. Όπως κι ένα λεπτό νωρίτερα, ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια εμφανίστηκε στα πόδια της ως δια μαγείας. Με ένα πλατύ χαμόγελο, έσκυψε, τα σήκωσε και τα φόρεσε.
«Τώρα κατάλαβα», είπε ο Τζον. «Σου δίνει μόνο αυτά που πραγματικά χρειάζεσαι. Απίστευτο!»
«Σωστά, αλλά τώρα αυτό που πρέπει πραγματικά να κάνουμε είναι να γυρίσουμε πίσω».
«Έχεις δίκιο, πάμε. Αλλά θα ξανάρθουμε αύριο οπωσδήποτε».
Μετά από δύο βήματα όμως ο Τζον γύρισε απότομα προς την άλλη πλευρά. «Χρειαζόμαστε να γυρίσουμε στα δωμάτιά μας αμέσως!» φώναξε και άκουσε τη Μαίρη να βάζει τα γέλια.
«Έπρεπε να το δοκιμάσω» είπε εκείνος. «Αλλά για κάτσε μισό λεπτό. Αυτό δεν χρειαζόμαστε πραγματικά αυτή τη στιγμή; Να γυρίσουμε γρήγορα πίσω;»
Η Μαίρη φάνηκε να το σκέφτεται σοβαρά για μια στιγμή, αλλά τελικά το μόνο που έκανε ήταν να σηκώσει τους ώμους της.

6

Όπως το περίμενε, μόλις πήδηξαν το φράκτη και πέρασαν από την μέσα πλευρά του, η αγωνία, το άγχος και ο φόβος μπήκαν ξανά μέσα του. Τον περίμεναν υπομονετικά. Δεν πήγαν πουθενά. Ήταν λες και αποτελούσαν μία προέκταση του ίδιου του φράκτη. Χτίσε τοίχους, φράκτες και σύνορα και θα έχεις χτίσει το φόβο στα μυαλά των ανθρώπων, γιατί όλα αυτά φαίνεται να πηγαίνουν πακέτο. Γκρέμισε τα ή πήδα τα και θα νιώσεις ελεύθερος. Όπως ο Τζον εκείνο το βράδυ και όπως η Μαίρη τα τέσσερα τελευταία.

7

Μόλις ξύπνησε (νωρίτερα από το κουδούνι), η Μαίρη άκουσε ομιλίες από έξω και πήγε στο παράθυρό της να κοιτάξει. Ήταν ένα αυτοκίνητο και γύρω από αυτό καμιά δεκαριά άτομα. Ανάμεσά τους κι ένα παιδί, από τα μικρότερα εκεί μέσα. Το ήξερε μόνο εξ' όψεως. Ήταν η τυχερή του μέρα. Μια μέρα σαν αυτές που η Μαίρη ονειρευόταν κάθε βράδυ πριν την πάρει ο ύπνος, αλλά μια μέρα που ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα ερχόταν ποτέ για εκείνη. Είχε φτάσει ήδη στα δέκα της. Δεν είχε καμία τύχη.
Τύχη! σκέφτηκε και ένιωσε τον θυμό να αποστέλλεται σε κάθε σημείο του σώματός της με κάθε χτύπο της καρδιάς της. Βέβαια, πρέπει να είσαι τυχερός. Πρέπει να είσαι τυχερός για να έχεις οικογένεια. Πρέπει να είσαι τυχερός για να μην πεινάς. Πρέπει να είσαι τυχερός για να έχεις δουλειά. Πρέπει να είσαι τυχερός για να ζεις και όχι να επιζείς. Τυχερός! Και η Μαίρη εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκε αν ζούσε σε ένα πραγματικό ανθρώπινο κόσμο ή ένα μεγάλο καζίνο, σαν αυτά που είχε δει μια φορά στη τηλεόραση.
Όμως πόσο απείχε από την πραγματικότητα η σκέψη της; Μήπως είχε δίκιο τελικά; Μήπως ο κόσμος, η ζωή, δεν είναι ένα τεράστιο καζίνο; Γεμάτο αγνώστους και διάφορα παιχνίδια. Και το μόνο μετράει για το πως θα επιζήσεις μέσα σε αυτό, είναι το ύψος της στοίβας με τις μάρκες σου.
Αποφάσισαν να μην πουν τίποτα σε κανέναν, για την ώρα τουλάχιστον.
Η προγραμματισμένη εκδρομή αναβλήθηκε λόγω κακοκαιρίας, αλλά αυτό δεν τους πτόησε καθόλου. Έτσι κι αλλιώς, αποδείχθηκε πολύ εύκολο να το σκάνε και να πηγαίνουν μόνοι τους. Τόσο εύκολο, που ένιωθαν ότι εξίσου εύκολα κάποια μέρα θα τους πιάσουν.
Οι επισκέψεις στο διαστημικό βράχο γίνονταν μέρα παρά μέρα για να μειωθεί το όποιο ρίσκο. Κάθονταν απλά μπροστά του και χάζευαν το όμορφο και απόκοσμο χρώμα του. Πότε πότε, κατάφερναν να τον κάνουν να τους χαρίσει κάποια αντικείμενα. Ένα παλτό, μια ομπρέλα όταν μια νύχτα έπιασε ξαφνική μπόρα, ένα κομμάτι ψωμί τη μέρα που όλα τα παιδιά ήταν τιμωρημένα.
Μια μέρα από τις ενδιάμεσες όμως, η Μαίρη, παραβιάζοντας τη συμφωνία, πήγε μόνη της.
Λουσμένη από το βιολετί φως κάθισε στο έδαφος δίπλα στο βράχο, ακούμπησε το κεφάλι της στη σκληρή του επιφάνεια και έκλεισε τα μάτια της. Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν και τα μάτια της να παράγουν δάκρυα.
Προσπάθησε να μιλήσει: «Χ- Χρει-» αλλά το κλάμα δεν της επέτρεπε να αρθρώσει τις λέξεις.
Όταν ένα λεπτό αργότερα η ένταση των λυγμών είχε μειωθεί, και όταν άνοιξε τα μάτια της, για μία ελαχίστης διάρκειας στιγμή, ο κόσμος γύρω της είχε εξαφανιστεί. Τα δέντρα, ο κρατήρας, η νύχτα. Όλα είχαν χαθεί, εκτός από το βράχο. Όμως και αυτός ήταν διαφορετικός. Το φως που εξέπεμπε ήταν ένα απαλό γαλάζιο, σχεδόν άσπρο. Από τον υπόλοιπό κόσμο γύρω της, πρόλαβε να δει ότι βρισκόταν σε ένα καταπράσινο λιβάδι. Πρόλαβε να δει ένα βουνό στον ορίζοντα, το οποίο έφτανε σε ύψη όμοιά του οποίου δεν είχε δει ή φανταστεί ποτέ της. Και κάτι τελευταίο, ακόμη πιο παράξενο. Στον ουρανό, πάνω από το βουνό, έλαμπαν δύο ήλιοι.
Όλα αυτά δεν διήρκεσαν παρά μόνο ένα μικρό κλάσμα αυτού που οι άνθρωποι ονομάζουν δευτερόλεπτο. Αλλά κλάσμα ή όχι, η Μαίρη ήταν σίγουρη για αυτό που είδε. Και όντας σίγουρη, στάθηκε στα πόδια της και έτρεξε γρηγορότερα από ποτέ.

8

Το επόμενο απόγευμα, κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ώρας τους, η Μαίρη στεκόταν στο κατώφλι του δωματίου της, περιμένοντας. Όταν είδε τον Τζον να εμφανίζεται στο διάδρομο, του έκανε νόημα και πέρασε στο δωμάτιο.
«Σήμερα είναι μέρα για το δάσος ε;» είπε εκείνος ενθουσιασμένος, αλλά χαμηλόφωνα. «Σκέφτηκα κάτι καινούριο που μπορούμε να πούμε...» Όμως η παγομάρα και η αδιαφορία της Μαίρης για τα λόγια του τον έκαναν να σταματήσει. Σε ανήσυχο τόνο αυτή τη φορά είπε: «Τι συνέβη; Φαίνεσαι περίεργη σήμερα. Και από το πρωί δεν έχεις μιλήσει σχεδόν καθόλου».
Η Μαίρη περπάτησε ως το κρεβάτι της και κάθισε στο σκληρό του στρώμα. «Θα σου πω, αλλά θα με περάσεις για τρελή».
«Όχι, ποτέ», απάντησε κατηγορηματικά εκείνος και κάθισε δίπλα της. Παρατήρησε το πρόσωπό της. Από κοντά φαινόταν ακόμη πιο διαφορετική σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες. Σε σχέση με χθες. Ήταν λες και είχε δει κάποιο φάντασμα το προηγούμενο βράδυ. Και μόλις σκέφτηκε τη λέξη “βράδυ”, όλα στο μυαλό του ξεδιάλυναν. Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να της είχε συμβεί. «Πήγες έξω το βράδυ μόνη σου, έτσι δεν είναι;» Σε αντίθεση με τη πρώτη μέρα στο λιβάδι, αυτή τη φορά δεν της το είπε με σκοπό να την μαλώσει.
«Ναι».
«Και έγινε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά, σωστά;»
«Ναι».
«Τι συνέβη, Μαίρη;»
«Κλείσε την πόρτα».

9

Ο Τζον είχε δίκιο μπαίνοντας στο δωμάτιο της Μαίρης. Ήταν πράγματι μέρα για το δάσος. Αυτό που δεν ήξερε όταν έκανε αυτή τη δήλωση, ήταν πως πιθανότατα να ήταν η τελευταία μέρα στο δάσος.
Η Μαίρη στεκόταν δίπλα του κρατώντας το χέρι του. Ο βράχος μπροστά τους γεννούσε ακούραστα από κάποια άγνωστη και αόρατη πηγή το βιολετί του φως, βάφοντας με αυτό τα πρόσωπα των παιδιών.
«Κι αν ο Λούκας δε βρει το σημείωμα;» είπε η Μαίρη.
«Θα το βρει. Το έβαλα στο βιβλίο του. Ξέρεις, αυτό που διαβάζει από τότε που γεννήθηκε».
Η Μαίρη γέλασε με αυτό. Είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα. Ήταν αισιόδοξη. Ένα συναίσθημα που γνώρισε για πρώτη φορά μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα και δεν ήθελε να το αποχωριστεί ποτέ της.
Ο Τζον πήρε ξανά το λόγο: «Ίσως όμως έπρεπε να έρθουμε όλοι σήμερα. Μια κι έξω».
«Κι αν δε συμβεί τίποτα; Σου είπα, δεν είμαι απόλυτα σίγουρη για τίποτα. Πως θα γυρνούσαμε πίσω μετά, τόσα πολλά παιδιά; Δεν υπήρχε περίπτωση να μη μας πάρουν χαμπάρι».
«Ναι, αλλά, μετά οι άλλοι μπορεί να μην τα καταφέρουν. Μπορεί να αρχίσουν να κλειδώνουν τις πόρτες και τα παράθυρα».
«Δε νομίζω να το κάνουν αυτό. Είναι τόσο ηλίθιοι, που θα μείνουν στην ίδια τακτική που ακολουθούσαν μέχρι τώρα».
«Και ποια είναι αυτή;»
«Οι αυστηροί τους κανόνες. Ο φόβος που μας επιβάλουν. Το είδες και μόνος σου, πόσο εύκολα το σκάγαμε τα βράδια. Δεν ήταν κανείς να μας εμποδίσει. Εμείς οι ίδιοι εμποδίζαμε τον εαυτό μας. Φύτεψαν το φόβο μέσα στα μυαλά μας και μας έκαναν να τρέμουμε να βγούμε από τα δωμάτιά μας. Δεν υπήρχαν φύλακες να κάνουν περιπολίες στους διαδρόμους. Δεν χρειαζόταν να κάνουν κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που τους είχαν βάλει μέσα στα κεφάλια μας. Είμαι σίγουρη πως τα παιδιά θα τα καταφέρουν. Θα βρουν τρόπο για να μας ακολουθήσουν».
Ο Τζον έμεινε σιωπηλός, ελπίζοντας η Μαίρη να είχε δίκιο.
«Έτοιμος;» ρώτησε το κορίτσι.
«Έτοιμος», αποκρίθηκε το αγόρι.
Και με μια φωνή δήλωσαν προς το βράχο που έπεσε από το διάστημα: «Χρειαζόμαστε ένα σπίτι».

4 σχόλια:

Μιχάλης είπε...

Πάρα πολύ ωραία η ιστορία σου.Αυτή τη φορά ήταν και λίγο πιο συγκινητική.."Χτίσε τοίχους, φράκτες και σύνορα και θα έχεις χτίσει το φόβο στα μυαλά των ανθρώπων, γιατί όλα αυτά φαίνεται να πηγαίνουν πακέτο. Γκρέμισε τα ή πήδα τα και θα νιώσεις ελεύθερος." Πολύ ωραίο quote αυτό.. Άσχετο έχεις σκεφτεί ποτέ να δημοσιεύσεις αυτά που γράφεις??Έχεις κάνει κάποιο βήμα??

Blaine είπε...

Κοίτα ότι έχω σκεφθεί, έχω σκεφθεί..αλλά δεν έχω πάει παραπέρα. Αν εννοείς για έκδοση τα πράγματα είναι πολύ χλωμά και ειδικά τώρα. Άσε που θέλει απο μυθιστόρημα και πάνω. Διηγήματα δεν εκδίδει (σχεδόν) κανείς.

Μιχάλης είπε...

Κάπου είχα διαβάσει ότι έγραφες και μυθιστόρημα!!! :)

Blaine είπε...

Αλήθεια είναι, αλλά είναι λίγο αφημένο στη μοίρα του :Ρ