Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012


Το πλάσμα στο τελευταίο βαγόνι

Είμαι άστεγος εδώ και χρόνια τώρα, αν και, πόσα ακριβώς, μου είναι δύσκολο να προσδιορίσω. Ο χρόνος είναι κάτι προσωπικό και υποκειμενικό. Η ταχύτητά του εξαρτάται από τον τρόπο ζωής του καθενός. Είναι διαφορετικός για έναν πολυάσχολο, κοινωνικό άτομο και διαφορετικός για έναν άστεγο που ζει σε ένα εγκαταλελειμμένο τρένο. Εγώ είμαι ο δεύτερος, όπως μπορείτε να φανταστείτε.
Άστεγος μπορεί να είμαι, αλλά άμυαλος ή τρελός, όχι. Έχω και πτυχίο πανεπιστημίου, αν αυτό μπορεί να πει κάτι και θα το αφήσω και αυτό πίσω μαζί με την παρούσα δήλωσή μου. Αυτό που προσπαθώ να πω με τα παραπάνω, είναι πως όσα ακολουθούν, δεν είναι το παραλήρημα ή οι παραισθήσεις ενός παράφρονα. Όσα περιγράφονται συνέβησαν πραγματικά. Πλέον έχω και τις αποδείξεις για αυτό. Ωχ ναι, αποδείξεις. Φρικτές αποδείξεις που εύχομαι να μην είχα ανακαλύψει ποτέ.
Ζω στο νεκροταφείο τρένων, στην άκρη του σιδηροδρομικού σταθμού, όπου δεκάδες κουφάρια μεταλλικών δεινοσαύρων σαπίζουν, ένας Θεός ξέρει για πόσα χρόνια, και για πόσα ακόμη στο μέλλον. Το στομάχι ενός εξ’ αυτών αποτελεί κάθε φορά το σπίτι μου. Δεν είναι και τόσο άσχημα όσο ακούγεται. Η δυσωδία του αποσυντιθέμενου μετάλλου και της σκουριάς συνηθίζεται γρήγορα και η όραση προσαρμόζεται στην ζοφερή ατμόσφαιρα, ενώ μετά από τον πρώτο καιρό ο θόρυβος από τα τρένα που πηγαινοέρχονται κάθε μισή ώρα περίπου δεν είναι αρκετός ώστε να σε ξυπνήσει. Το χειρότερο είναι η παρουσία της πρωινής υγρασίας που συχνά συνοδεύεται από μια πυκνή και απόκοσμη ομίχλη. Τουλάχιστον αυτό πίστευα λίγες μέρες πριν.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο υπεύθυνος νεκροθάφτης αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να αντικαταστήσει το κουφάρι στο οποίο ζούσα για χρόνια με ένα νέο. Και όταν λέω νέο, εννοώ νέο στον θάνατο και όχι νέο στη ζωή. Για να είμαι ειλικρινής, αυτό φαινόταν πιο σάπιο από το προηγούμενο. Το δικαίωμα της επιλογής το είχα απολέσει από καιρό, οπότε αναγκάστηκα να εγκατασταθώ στο τελευταίο βαγόνι του καινούριου αυτού ενοίκου του νεκροταφείου.
Από τη πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα ένιωσα πως κάτι δεν πάει καλά, όμως το απέδωσα στην όποια νοσταλγία για το παλιό μου σπίτι και προσπάθησα να το αγνοήσω. Ίσως να ήταν και η περίεργη μυρωδιά που επικρατούσε στο εσωτερικό του. Την πρώτη νύχτα είχα έναν τρομερό εφιάλτη, όμοιό του οποίου δεν είχα ξαναδεί. Βρισκόμουν σε μια θάλασσα από λευκό υγρό, σαν γάλα, παλεύοντας να κρατηθώ στην επιφάνεια της. Αυτό ήταν εύκολο. Το πρόβλημα ήταν πως ένιωθα το υγρό να γίνεται όλο και πιο παχύρευστο και να με πνίγει, σφίγγοντας το κορμί μου, μέχρι τελικά να αποκτήσει στερεά μορφή και να με κρατήσει για πάντα στην αγκαλιά του.
Εξίσου έντονα θυμάμαι και αυτό που συνέβη τη δεύτερη νύχτα. Προσπαθούσα να κοιμηθώ στο ξεσκισμένο αλλά παρόλα αυτά άνετο στρώμα της κλινάμαξας, όταν άκουσα θορύβους έξω από το τρένο. Δεν σηκώθηκα, αλλά τέντωσα νοητά τα αυτιά μου ώστε να ακούσω καλύτερα και να διαπιστώσω τελικά ότι προέρχονταν από μια ομάδα ανθρώπων. Έμεινα ακίνητος και περίμενα μέχρι να φύγουν, μη θέλοντας να αποκαλυφθώ.
Ο χρόνος περνούσε, οι φωνές δεν έσβηναν και η περιέργειά μου μεγάλωνε. Συνεπώς, δεν άργησα να συρθώ μέχρι το παράθυρο και να σηκώσω αργά – αργά το κεφάλι μου ώστε να αποκτήσω οπτική επαφή με τον έξω κόσμο. Ήταν μια από τις συμμορίες, που συχνά περιφέρονται σε αυτά τα μέρη, διακοσμώντας με γκράφιτι τους νεκρούς.
Εκείνη τη νύχτα ήταν η σειρά του δικού μου τρένου, της νέας μου κατοικίας. Τους κοίταζα από το παράθυρο να φωνάζουν, να γελάνε, να καπνίζουν καθώς ζωγράφιζαν και θα ήμουν ο μεγαλύτερος ψεύτης του κόσμου αν δεν παραδεχόμουν πως τους ζήλευα, όχι λίγο, αλλά πολύ. Ίσως αυτό το συναίσθημα να ήταν εκείνο που με έκανε να σηκώσω ακόμη περισσότερο το κεφάλι μου, αποκαλύπτοντας έτσι άθελα τη θέση μου.
«Τι κάνεις εκεί γέρο;» (παρεμπιπτόντως δεν είμαι πάνω από 30) ρώτησε ο πρώτος από αυτούς που αντιλήφθηκε την παρουσία μου, στρέφοντας έτσι τα κεφάλια όλων των φίλων του προς το μέρος μου. Εκείνη τη στιγμή όλοι τους –καμιά δεκαριά – σταμάτησαν και σιώπησαν, κάνοντας ένα βήμα προς το παράθυρο από το οποίο κοιτούσα. Στα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα, μέσα στο μυαλό μου έβλεπα ξεκάθαρα την εικόνα του εαυτού μου να ξυλοκοπείται, να βιάζεται και να δολοφονείται. Εκ των υστέρων βλέποντας τα πράγματα, ίσως τελικά αυτό να ήταν και το καλύτερο σενάριο.
Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αυτό που έλαβε χώρα, ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να φανταστώ: Αφού ανταλλάξαμε βλέμματα για λίγα δευτερόλεπτα, τα μέλη της συμμορίας άρχισαν να σκορπίζουν προς κάθε κατεύθυνση πανικόβλητοι, συναίσθημα το οποίο γινόταν φανερό από την μελωδία των ουρλιαχτών τους. Πριν προλάβω να αντιληφθώ τι είχε συμβεί, είχαν όλοι τους εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι.
Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα, μπροστά στην τρέλα που ξεκίνησε την τρίτη νύχτα.
Προσπαθούσα και πάλι να αποκοιμηθώ. Ο θόρυβος αυτή τη φορά δεν ήρθε από έξω, άλλα μέσα από το τρένο. Ένα συνεχόμενο σύρσιμο που πήγαζε από το διάδρομο, αλλά πριν προλάβω να βγω και να το ελέγξω, με πρόλαβε αυτό. Αυτό; Αυτός; Ακόμη και τώρα δεν είμαι σίγουρος. Μια κοντή, σκοτεινή και ανθρωπόμορφη φιγούρα διέσχισε το ορθογώνιο άνοιγμα που ένωνε την κλίνη μου με τον διάδρομο.
Δεν ήταν μόνο το σώμα μου αυτό που πέτρωσε, αλλά και το μυαλό μου και οι σκέψεις μου. Το πλάσμα δεν φάνηκε να με αντιλήφθηκε εκείνη τη στιγμή, αφού το πέρασμα του από μπροστά μου ήταν συνεχές, προχωρώντας προς τα μπροστινά βαγόνια. Το ανατριχιαστικό σύρσιμο σύντομα χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου μαζί του.
Πιθανόν να βρισκόμουν ακόμη στην ίδια παγωμένη στάση, εάν το τρένο δεν ξεκινούσε να γλιστράει πάνω στις ράγες. Πανικοβλήθηκα. Δεν μπορούσα να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου και να κάνω κάποια ενέργεια, οποιαδήποτε. Αδυνατούσα να κατανοήσω πως ήταν δυνατόν ένα χρόνια νεκρό όχημα σαν κι αυτό να έπαιρνε μπρος. Δεν θυμάμαι να είχε καν μηχανή.
Κάποια άγνωστη στιγμή σκέφτηκα να κατέβω από αυτό, αλλά ήταν πολύ αργά, καθώς η ταχύτητα που είχε ήδη αναπτύξει ήταν απαγορευτική για κάτι τέτοιο. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να κατευθυνθώ προς τα μπροστά. Ίσως τελικά να μετακινούσαν όλα τα εγκαταλελειμμένα τρένα από τον σταθμό, όπως είχαν κάνει και με το προηγούμενο σπίτι μου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η σκιά που αντίκρισα στο διάδρομο θα ήταν απλά ο οδηγός. Αποφάσισα να τον πλησιάσω και να του ζητήσω να σταματήσει ώστε να κατέβω.
Εντός και εκτός του οχήματος επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Για μια στιγμή μόνο μπόρεσα να δω τα φώτα της πόλης που απλώνονταν στα νότια, όμως και αυτά σύντομα χάθηκαν πίσω από τους τοίχους των δέντρων που τώρα διέσχιζε η γραμμή του σιδηρόδρομου.
Διέσχισα τα τέσσερα βαγόνια όσο γρηγορότερα μπορούσα, προσπαθώντας παράλληλα να συγκρατήσω τη ψυχραιμία και την ισορροπία μου – σωματική και ψυχική. Εν μέρει το κατάφερα, αλλά όχι για πολύ, και αυτό διότι μόλις έφτασα στο πρώτο μετά την μηχανή βαγόνι, μία απαίσια μυρωδιά εισέβαλε βίαια στο οσφρητικό μου σύστημα και ένιωσα τον λαιμό μου να θέλει να εκραγεί από την αηδία. Συνειδητοποίησα πως αυτή η μπόχα πήγαζε από παντού μέσα στο θεοσκότεινο βαγόνι. Συνέχισα ευθεία μπροστά στο διάδρομο, αν και μου ήταν αδύνατο να δω το οτιδήποτε. Η πόρτα της μηχανής ήταν κλειστή και, χωρίς να ξέρω το πραγματικό λόγο, πριν προσπαθήσω να την ανοίξω κόλλησα το πρόσωπό μου πάνω της ώστε να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπά. Η κοντή φιγούρα ήταν εκεί, ακίνητη και αμίλητη. Ήταν τόσο σκοτεινά όμως που, αν κοίταζε μπροστά ή προς το μέρος μου, δεν μπορούσα να πω. Το πιο ανησυχητικό πράγμα όμως, ήταν το γεγονός πως οι προβολείς ήταν σβηστοί και το τρένο φαινόταν να πορεύεται στα τυφλά, συνεχώς επιταχυνόμενο.
Φυσιολογικά, θα έπρεπε να προσπαθήσω να ανοίξω την πόρτα, ή έστω να την χτυπήσω, όμως ο φόβος, ο φόβος του αγνώστου πίσω της αλλά και η έντονη, σχεδόν βέβαιη, αίσθηση ότι βρισκόμουν υπό παρακολούθηση, απώθησαν τα χέρια μου από αυτή και με έστειλαν πίσω, στο τελευταίο βαγόνι και στην σκοτεινή γωνία που είχα διαλέξει να ονομάσω σπίτι μου δύο ημέρες πριν.
Η νύχτα ήταν ατελείωτη και το άγνωστο του προορισμού την μεγάλωνε ακόμη πιο πολύ. Θυμάμαι τον εαυτό μου να θεωρεί σίγουρο το γεγονός πως θα ξημέρωνα σε κάποια άλλη χώρα. Αλλά και πάλι τι διαφορά θα είχε; Ήμουν ένας άστεγος. Η χώρα μου ήταν τα τρένα.
Προς έκπληξη μου, κάποια στιγμή μέσα στην νύχτα αποκοιμήθηκα, και όταν ξύπνησα είχε αρχίσει να ξημερώνει. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και παρατήρησα δύο πράγματα: Το πρώτο ήταν μία ομίχλη τέτοιας πυκνότητας, που νόμιζες πως βρισκόσουν μέσα σε αεροπλάνο που πετούσε  ανάμεσα στα σύννεφα. Το δεύτερο, ήταν πως το τρένο είχε επιβραδύνει και από στιγμή σε στιγμή θα σταματούσε. Σηκώθηκα και έβγαλα το κεφάλι μου από το παράθυρο. Το μόνο που κατάφερνε να δηλώσει την παρουσία του ανάμεσα στην βασιλεύουσα ομίχλη ήταν μια σειρά από γυμνά δέντρα παράλληλα στο σιδηρόδρομο. Ακόμη και με καθαρή ατμόσφαιρα όμως, αμφιβάλλω αν θα κατάφερνα να προσδιορίσω το που βρισκόμουν.
Με ταχύ βάδισμα κατευθύνθηκα και πάλι προς τα μπροστινά βαγόνια, αποφασισμένος αυτή τη φορά να ανοίξω την πόρτα της μηχανής και να αντιμετωπίσω τον οδηγό που βρισκόταν πίσω της. Μόλις πέρασα στο δεύτερο (από μπροστά) βαγόνι, το τρένο σταμάτησε. Μόλις πέρασα στο πρώτο, εγώ ήμουν αυτός που σταμάτησε, επί τόπου. Ακόμη απορώ πως δεν έκανε το ίδιο και η καρδιά μου. Ω Θεέ μου, μακάρι να το είχε κάνει!
Το λιγοστό φως του πρωινού ήταν αρκετό ώστε να μου αποκαλύψει αυτό το απαίσιο, φρικτό θέαμα, το οποίο μου απέδειξε με τον χειρότερο τρόπο γιατί το προηγούμενο βράδυ ένιωθα πως κάποιος με παρακολουθούσε και γιατί κόντεψα να ξεράσω από την αποκρουστική μυρωδιά που αιωρούταν σε αυτό το βαγόνι.
Τα λευκά πλάσματα ήταν στοιβαγμένα στις θέσεις εκατέρωθεν του διαδρόμου. Η σκέψη και μόνο πως περπατούσα στον διάδρομο ανάμεσά τους το προηγούμενο βράδυ με κάνει να θέλω να ουρλιάξω. Για τα ίδια, τι να πω, ήταν ειδεχθή.  Με αρκετή δόση υπερβολής, μπορούσες να πεις πως ήταν ανθρωπόμορφα στην όψη. Κοκκαλιάρικες λευκές μάζες από λεπτό δέρμα, με άνισου μεγέθους πόδια και χέρια. Από διάφορα, κατά τα φαινόμενα τυχαία, σημεία στο σώμα τους εξείχαν αποκρουστικοί όγκοι ακανόνιστων μεγεθών που έμοιαζαν έτοιμοι να εκραγούν, απελευθερώνοντας στο περιβάλλον κάτι αναμφίβολα περισσότερο εμετικό από απλό αίμα. Το χειρότερο σημείο όμως ήταν τα μεγάλα, στρογγυλά, άτριχα κεφάλια τους, με το πρόσωπό τους… Θεέ μου δεν είχαν πρόσωπο. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο περισσότερη λευκή σάρκα χωρίς κανένα χαρακτηριστικό που να θύμιζε άνθρωπο, ή έστω κάποιο γνωστό ζώο. Δεν είχαν μάτια, αλλά ήμουν σίγουρος, το ένιωθα, πως με κοίταζαν, και τα περίπου σαράντα από αυτά.
Τότε η πόρτα της μηχανής άνοιξε και από αυτήν ξεπρόβαλε ακόμη ένα από αυτά, πιθανόν το ίδιο που είδα χθες να περνά έξω από το δωμάτιό μου. Προχώρησε στο διάδρομο, προς το μέρος μου. Εγώ έστεκα τρομοκρατημένος. Είχα την αίσθηση πως ακόμη και αν ήμουν σε θέση να κουνήσω τα πόδια μου και να τρέξω με όλη μου τη δύναμη προς την αντίθετη κατεύθυνση, θα ήταν άσκοπο. Υπήρχαν σαράντα από αυτούς τους δαίμονες, ήμουν πλέον δικός τους.
Όμως, αντί να με φάνε ζωντανό όπως θεωρούσα βέβαιο εκείνη τη στιγμή, ο οδηγός άλλαξε κατεύθυνση και κατέβηκε από το τρένο. Το ίδιο έκαναν και οι ακόλουθοί του, σέρνοντας τις μάζες που είχαν για σώματα. Παρόλο που την είχα μόλις γλιτώσει, ένιωθα απίστευτη αηδία στο στομάχι μου. Αναρωτήθηκα μήπως τελικά δεν με είδαν. Μήπως η έλλειψη ματιών τα έκανε τυφλά. Αλλά όχι, μπορούν να δουν, για αυτό είμαι πλέον απόλυτα σίγουρος.
Όταν είχαν όλα τους αποβιβαστεί στάθηκα στο κατώφλι της πόρτας και κοίταξα έξω στο ομιχλώδες τοπίο όπου με περίμενε ακόμη ένα απίστευτα τρελό θέαμα. Το τρένο είχε σταματήσει μόλις ελάχιστα χιλιοστά από την άκρη ενός γκρεμού. Που στην ευχή βρισκόμουν;
Τα λευκά πλάσματα προχωρούσαν τεμπέλικα προς την άκρη του γκρεμού και μόλις έφτασαν, άρχισαν να βυθίζονται μέσα σε αυτόν. Προφανώς με την βοήθεια κάποιας σκάλας που μου ήταν αδύνατο να εντοπίσω από εκεί που στεκόμουν.
Όμως μόλις είχαν όλα τους εξαφανιστεί, επιβεβαιώθηκα για την παρουσία της. Αποτελούταν από στενά σκαλοπάτια σκαλισμένα στο πέτρινο τοίχωμα του γκρεμού και κατέβαιναν μέσα σε αυτόν. Σε ποια απόσταση βρισκόταν ο πάτος του, η ομίχλη δεν σου επέτρεπε να υποθέσεις. Έριξα μια ματιά γύρω μου και ξεκίνησα να κατεβαίνω.
Ήταν ατελείωτη, η κατάβαση. Δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι σίγουρος για το ακριβές ύψος, αλλά είμαι σίγουρος πως ήταν άνω του ενός χιλιομέτρου. Σε πολλά σημεία, παρατήρησα περίεργα σημάδια στα τοιχώματα δίπλα στα σκαλοπάτια. Ήταν μεγάλες ευθείες γραμμές χαραγμένες σε αυτό, σαν αυτό το φαράγγι να είχε άτσαλα δημιουργηθεί από ένα κολοσσιαίο μαχαίρι κάποιου ξεχασμένου Θεού. Η ομίχλη γινόταν όλο και πυκνότερη κάνοντας κάθε μου βήμα να είναι εν δυνάμει το τελευταίο σε αυτό τον κόσμο.
Όταν έφτασα στη βάση παρόλα αυτά, η ομίχλη εξαφανίστηκε. Όχι παντού, μονάχα μέχρι δύο μέτρα πάνω από το έδαφος. Από εκεί και πάνω κυριαρχούσε στα πάντα όπως και πριν. Έμοιαζε σαν ένας δεύτερος ουρανός και το έδαφος κάτω από τα πόδια μου μια δεύτερη Γη. Η σκέψη με έκανε να ανατριχιάσω.
Κρύφτηκα πίσω από μια ομάδα βράχων και κοίταξα προς το κέντρο του φαραγγιού, όπου είχαν ήδη συγκεντρωθεί τα λευκά τερατουργήματα. Το έδαφος ήταν επίπεδο, και στον απέναντι τοίχο υπήρχε μία σειρά από μαύρες τρύπες. Σπηλιές.
Ένας ξαφνικός και αποκρουστικός ήχος με έκανε να κλείσω τα αφτιά μου, χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα βέβαια. Έμοιαζε με τον ήχο ενός λαιμού που πνίγεται, μόνο που ήταν πιο λεπτός, σαν στριγκλιά, και σε συνδυασμό με τον αντίλαλο σε έκανε να νιώθεις πως τα αφτιά σου θα εκραγούν προς το εσωτερικό τους. Κατάφερα να κοιτάξω προς τα πλάσματα, και τότε συνειδητοποίησα πως εκείνα ήταν αυτά που τον παρήγαγαν, αν και από ποια ανύπαρκτη τρύπα του σώματός τους έβγαινε στην ατμόσφαιρα, δεν θέλω να ξέρω.
Ο ήχος εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε και αποφάσισα πως είχα ήδη δει αρκετά. Όμως πριν κάνω την κίνηση να φύγω, είδα κάτι να ξεπροβάλει από τις απέναντι σπηλιές. Ήταν μικρά, μαύρα, τετράποδα πλάσματα που έμοιαζαν με σκυλιά αν και είμαι βέβαιος πως δεν ήταν. Προχωρούσαν αργά και διστακτικά προς τους λευκούς δαίμονες που τους περίμεναν. Ήμουν μακριά, αλλά μου φαίνεται πως έδειχναν τρομοκρατημένα. Και με το δίκιο τους. Μάλλον ήξεραν τι θα ακολουθήσει.
Ήταν μακελειό, αν και αίμα δεν υπήρξε. Ήταν χειρότερο. Τα άσπρα ανθρωπόμορφα τερατουργήματα άρπαζαν τα τετράποδα και τα έφερναν εκεί όπου θα έπρεπε να υπήρχαν πρόσωπα και στόματα. Η έλλειψή τους όμως, δεν τους εμπόδισε να τραφούν. Το δέρμα τους άρχιζε να γίνεται ένα με αυτό των μικρών τετράποδών, τα οποία λίγο-λίγο χάνονταν μέσα στη λευκή μάζα. Οι κραυγές τους ήταν εφιαλτικές, χειρότερες και από εκείνες λίγο νωρίτερα και ήταν αυτές που μου έδωσαν την τελική κλωτσιά ώστε να σηκωθώ και να εξαφανιστώ.
Έτρεξα και ξεκίνησα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια, δύο σε κάθε δρασκελιά, αδιαφορώντας για το αν αυτό πιθανότατα με οδηγούσε στον θάνατό μου. Δυστυχώς όμως δεν έχασα την ισορροπία μου και δεν σκοτώθηκα. Γύρισα στο τρένο και πίσω στο βαγόνι μου, εξουθενωμένος. Εκεί, λιποθύμησα.
Όταν συνήλθα, ήμουν στην ίδια θέση μέσα στο τελευταίο βαγόνι, αλλά πίσω στο σταθμό. Αυτό συνέβη δύο ώρες πριν από αυτή τη στιγμή που κάνω τη δήλωσή μου. Ξέρω τι σκέφτεστε, πως όλα ήταν απλά ένα όνειρο. Αλλά δεν ήταν. Πριν δύο ώρες τα κατάλαβα όλα. Θυμήθηκα τη περίεργη μυρωδιά και την ανασφάλεια με το που μπήκα σε τούτο το τρένο την πρώτη μέρα. Τον εφιάλτη. Την συμμορία που το έβαλε πανικόβλητη στα πόδια τη δεύτερη. Την αντίδραση των πλασμάτων στην παρουσία μου την τρίτη. Είχε ήδη ξεκινήσει να συμβαίνει από τη πρώτη μέρα.
Πριν δύο ώρες, μόλις ανέκτησα τις αισθήσεις μου, κάθισα με τη πλάτη στον τοίχο του διαδρόμου. Έβαλα το χέρι μου στο πρόσωπο σκουπίζοντας τα χείλη μου και τη μύτη μου που παρουσίαζαν διαρροές. Έπειτα το πέρασα μέσα από τα μαλλιά μου. Δεν είχα μαλλιά. Τα τρεμάμενα πλέον χέρια μου, πήγαν στα μάτια μου. Δεν είχα ούτε μάτια. Τα αφτιά μου ήταν ακόμη εκεί, αλλά μόνο τα μισά. Εξαπλώνεται γρήγορα.

3 σχόλια:

spirou είπε...

Τον κακομοίρη... Τον λυπήθηκα ρε...

paokliverpool44 είπε...

Τι γαματη ιστορια !!! Ολοι αυτοι ηταν καταραμενοι αστεγοι δηλαδη ε ???

Blaine είπε...

Σπιρου, όταν το έγραφα δεν το καταλάβαινα, αλλά μετά το σχόλιο και αφού το ξαναδιάβασα, κι εμένα τον λυπήθηκε η ψυχή μου..

Μάριος, κάπως έτσι!!