Ο Καλός
Φύλακας
Λένε πως η δικαιοσύνη
είναι τυφλή, ή τουλάχιστον με αυτή την
ατάκα την πλασάρουν στην αγορά. Καμιά
φορά βέβαια, πιστεύω πως ίσως σηκώνει
το μαντήλι με το οποίο της έχουνε δέσει
τα μάτια και ρίχνει κλεφτές ματιές
τριγύρω. Αυτό όμως είναι μια άλλη, μεγάλη
κουβέντα, η οποία και δεν έχει θέση στο
παρόν κείμενο.
Για ένα πράγμα είμαι
σίγουρος: για τη βιασύνη της. Βιάζεται
πολύ η σκύλα. Η δίκη μου διήρκεσε μόλις
δύο ώρες (αν και για να είμαι ειλικρινής,
έχω ακούσει και για συντομότερες). Δύο
ώρες ήταν αρκετές ώστε η κυρά με το
μαντήλι και τον ζυγό να αποφασίσει πως
αυτό που μου άξιζε από εκεί και πέρα,
ήταν να περάσω τα υπόλοιπα δεκατέσσερα
χρόνια της ζωής μου μέσα σε ένα κελί
δέκα τετραγωνικών μέτρων. Επιπλέον,
πίστευε πως με αυτό το τρόπο, όταν και
αν έβγαινα από εκεί μέσα, θα ήμουν
ένας άλλος, καλύτερος σύμφωνα με τα
πρότυπά της άνθρωπος. Μόλις συμπέρανα
πως εκτός από βιαστική είναι και αφελής.
Μπορείς να αιχμαλωτίσεις ένα λιοντάρι
για όσα χρόνια θέλεις, μα μόλις αυτά
περάσουν, πάλι ένα λιοντάρι θα έχεις
πίσω από τα κάγκελα. Μη με παρεξηγείς,
δεν λέω πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να
αλλάξουν. Απλά πιστεύω πως το φάρμακο
είναι λάθος. Πολύ λάθος. Ποιο είναι το
σωστό; Δεν έχω ιδέα. Αλλά δε νομίζω να
έχει ποτέ κανείς στην ιστορία της
ανθρωπότητας μπει στο κόπο να ασχοληθεί
σοβαρά για την ανακάλυψή του. Απλά έχουμε
βρει την εύκολη λύση του εγκλεισμού και
όλοι είναι εφησυχασμένοι και ευχαριστημένοι.
Όμως έτσι είναι σαν να έχεις κλειδώσει
ένα πρόβλημα σου σε κάποια σκοτεινή
αποθήκη του εγκεφάλου, στη γειτονιά της
οποίας το συνειδητό μυαλό σπάνια κάνει
βόλτες. Ξεχνάς την ύπαρξή του, αλλά δεν
το έχεις λύσει, δεν το έχεις διώξει.
Μένει απλά κλειδωμένο πίσω από μια
πόρτα. Και ο Άρχοντας Χρόνος που κρατάει
όλα τα κλειδιά του σύμπαντος, κάποτε θα
τις αναγκάσει να ανοίξουν, ξερνώντας
από μέσα τους δαίμονες ικανούς να σε
φάνε ζωντανό.
Θα μπορούσα να
δηλώσω μεταμέλεια στο δικαστήριο για
το έγκλημά μου και να έχω μειωμένη ποινή
έως και στο μισό της τωρινής, όμως ποτέ
δεν θεώρησα την πράξη μου ως εγκληματική,
οπότε ένιωθα πως δεν είχα τίποτε για το
οποίο έπρεπε να απολογηθώ. Φυσικά, θα
μπορούσα να προσποιηθώ, και δεν θα κρύψω
πως η συγκεκριμένη ιδέα πολιορκούσε με
θέρμη το μυαλό μου. Όμως το αντάλλαγμα
για την μισή ποινή, θα ήταν να πουλήσω
και τη μισή μου ψυχή. Και τι είναι ένας
άνθρωπος με μισή ψυχή; Μισός άνθρωπος.
Μπορεί κάποιος να ζήσει έτσι; Ίσως ναι,
ίσως όχι. Δεν θα το μάθω ποτέ. Το μόνο
σίγουρο είναι, πως αν τελικά δήλωνα
ψευδώς μεταμέλεια, τότε θα είχα κι εγώ
τον δικό μου δαίμονα να παραφυλάει σε
κάποια σκοτεινή γωνιά του μυαλού μου
και να το στοιχειώνει για όσο αυτό είχε
ζωή μέσα του.
Ακόμη έχω αμφιβολίες
για το αν έκανα την σωστή επιλογή τότε.
Παρόλα αυτά, παρηγορώ τον εαυτό μου
λέγοντας του πως τουλάχιστον έκανα μία,
γιατί ακόμη και μία κακή επιλογή είναι
καλύτερη από τη μη-επιλογή, δηλαδή από
το να αφήσεις το χρόνο να επιλέξει για
σένα.
Αλλά και πάλι, τίποτε
από τα παραπάνω δεν είναι αυτά που με
ωθούν στο να γράψω αυτές τις γραμμές.
Αυτό που θέλω με αυτά τα λόγια να μεταφέρω,
είναι κάτι που δεν περίμενα ποτέ να
ανακαλύψω, πόσο μάλλον εδώ μέσα. Είναι
η ύπαρξη της μαγείας.
Ο δεύτερος φύλακας
που ανέλαβε την πτέρυγα στην οποία
βρίσκομαι, είναι ένας μυστήριος άνθρωπος.
Μυστήριος, αλλά καλός και σίγουρα
καλύτερος από τον πρώτο, ο οποίος ευτυχώς
έμεινε για λίγους μόλις μήνες. Ο καινούριος
(που παραμένει έως και τώρα, τόσα χρόνια
μετά), πολλές φορές ικανοποιούσε τις
επιθυμίες μου για διάφορα αντικείμενα,
ακόμη κι αν αυτά ήταν απαγορευμένα
σύμφωνα με τους κανόνες τις φυλακής.
Και οι μερίδες των γευμάτων μου, πολλές
φορές είχα την εντύπωση πως έρχονταν
σε διογκωμένες ποσότητες. Είτε ήταν
αυτό, είτε απλά το συρρικνωμένο μου
στομάχι αδυνατούσε πλέον να τα βάλει
μαζί τους.
Ήταν σχετικά κοντός,
με μακρυά έως τους ώμους του μαλλιά, τα
οποία ήτανε τόσο μαύρα που έμοιαζαν λες
και τα έλουζε με μελάνι. Ο χαρακτηρισμός
του ως μυστήριος, πήγαινε στο γεγονός
πως δεν μιλούσε ποτέ. Δεν είχα ακούσει
ποτέ τη φωνή του να αντηχεί σε αυτόν τον
ατελείωτο διάδρομο με τα τρεμάμενα
φώτα. Όμως δεν ήτανε μόνο η ομιλία. Αυτός
ο άνθρωπος δεν επικοινωνούσε και με
κανέναν άλλο τρόπο. Προφανώς άκουγε,
από τη στιγμή που όπως είπα ικανοποιούσε
κάποιες επιθυμίες μου και φαντάζομαι
και των υπόλοιπων κρατουμένων, αλλά
ποτέ δεν έκανε κάποια κίνηση με τα χέρια
του, ή κάποια έκφραση με το πρόσωπό του,
ώστε να επιβεβαιώσει την ύπαρξη ενός
αμφίδρομου – έστω και στοιχειώδους –
καναλιού επικοινωνίας. Αλλά και πως να
γινόταν αυτό, από τη στιγμή που σχεδόν
πάντα το μισό του πρόσωπο ήταν κρυμμένο
πίσω από τα μαλλιά του. Τις ελάχιστες
φορές που κατάφερα κάποιες γρήγορες
ματιές εκεί, νομίζω πως είδα κάποια
αρκετά μεγάλα και άσχημα σημάδια από
πληγές ή εγκαύματα, οπότε και κατάλαβα
γιατί κρυβόταν.
Έξι μήνες περίπου
μετά τη φυλάκιση μου, και καθώς κοίταζα
τον τεμαχισμένο σε τρεις κάθετες λωρίδες
από τις μπάρες του παραθύρου έξω κόσμο,
ο φύλακας πέταξε έναν φάκελο μέσα στο
κελί μου. Έμοιαζε με γράμμα. Για ένα
λεπτό δεν έκανα τίποτα. Μοναχά στεκόμουν
όρθιος να κοιτάζω με απορία το λευκό
φάκελο στο γκρίζο πάτωμα, ενώ ταυτόχρονα
το μυαλό μου έκανε φύλλο και φτερό τις
αναμνήσεις μου, ψάχνοντας για πιθανούς
αποστολείς. Φυσικά, δεν βρήκε κανέναν.
Δεν είχα κανέναν στον κόσμο που υπήρχε
έξω από τα δέκα τετραγωνικά του κελιού
μου.
Όπως αποδείχθηκε
δύο λεπτά αργότερα, έκανα λάθος.
Ο φάκελος ήταν
σφραγισμένος και κενός εξωτερικά. Τα
ονόματα του αποστολέα και του παραλήπτη
απουσίαζαν και για μια φευγαλέα στιγμή,
ένιωσα τη βεβαιότητα ότι θα ήταν άδειος,
κάτι το οποίο θα έβγαζε και περισσότερο
νόημα.
Δεν ήταν άδειος.
Κουρνιασμένο και
διπλωμένο μέσα στην αγκαλιά του, ήταν
ένα φύλλο χαρτί. Τελικά, πράγματι ήταν
ένα γράμμα.
Είχε αρχίσει να
σουρουπώνει και στάθηκα δίπλα στο
παράθυρο για να εκμεταλλευτώ το λιγοστό
φυσικό φως που με γοργό ρυθμό χανόταν.
Οι σκιές από τις δύο μπάρες έκοβαν και
τη σελίδα σε τρία κομμάτια. Διάβασα το
γράμμα, και Θεέ μου πως έτρεξαν τα
δάκρυα... Όπως ακριβώς και την επόμενη
μέρα... Και την μεθεπόμενη...
Το γράμμα ήταν από
μία νεαρή γυναίκα, άγνωστη σε εμένα. Δεν
θα το μεταφέρω κατά λέξη, δεν νομίζω ότι
έχει νόημα. Πιστεύω πως μικρή σημασία
έχει ακόμη και το τι και πως το έγραφε.
Είμαι σίγουρος πως ότι και να μου έλεγε,
τα συναισθήματα που θα μου προκαλούσε
θα ήταν και πάλι τα ίδια.
Εν ολίγοις, έγραφε
πως βρισκόταν ανάμεσα στο ακροατήριο
κατά τη διάρκεια της δίκης μου, πως
ένιωθε κατανόηση, συμπόνοια αλλά και
οργή, και ήθελε να ξέρω πως υπήρχε
τουλάχιστον ένας άνθρωπος εκεί έξω που
με θεωρούσε αθώο.
Ήταν κάτι τόσο απλό,
και συνάμα τόσο μαγικό. Το διαβάζω κάθε
μέρα τα τελευταία οκτώ χρόνια που έχουν
περάσει από τη στιγμή που το έλαβα και
κάθε μέρα νιώθω τις μαγικές του ιδιότητες,
οι οποίες με έχουν κρατήσει ζωντανό όλο
αυτό το διάστημα.
Κάθε φορά – και
πίστεψέ με ήταν πάρα πολλές – που
σκεφτόμαι να ζητήσω από τον καλό μου
φύλακα ένα ξυράφι ή ένα κομμάτι σχοινί,
διαβάζω αυτό το γράμμα, οι λέξεις του
οποίου διώχνουν τις σκοτεινές μου
σκέψεις μακρυά – έστω και προσωρινά.
Με κάνει να νιώθω πως χρωστάω κάτι σε
αυτή τη γυναίκα. Πως της χρωστάω να μείνω
ζωντανός και πως αν βλάψω τον εαυτό μου
θα είναι σαν να διαπράττω εσχάτη προδοσία
προς το πρόσωπό της.
Το όνομά της βρισκόταν
στο τέλος της σελίδας και μόλις το
διάβασα, μία υπόσχεση δόθηκε αυτόματα
από τον εαυτό μου, πριν καν προλάβω να
την επεξεργαστώ συνειδητά. Ήταν σαν να
μου επιβλήθηκε φασιστικά από κάποια
ανώτερη δύναμη. Η υπόσχεση ήταν πως αν
ποτέ έβγαινα από εδώ, θα έψαχνα να βρω
αυτή τη γυναίκα, ότι και όσο κι αν μου
κόστιζε.
Αν όλα αυτά ακούγονται
υπερβολικά, υποθέτω δεν έτυχε ποτέ να
έχεις κάποιον δίπλα σου – κυριολεκτικά
ή νοητά – να σου προσφέρει μερικές
λέξεις – προφορικές ή γραπτές – τις
ημέρες που η ζωή σου περνούσε από
σκοτεινές οδούς. Γιατί αυτή είναι
η μαγεία στην οποία αναφέρομαι. Δεν
είναι ούτε εξωτικά φώτα, ούτε φωνές από
άλλες διαστάσεις, ούτε οράματα. Βρίσκεται
στις λέξεις. Ένα λιτό γράμμα μίας
άγνωστης, χωρίς δήθεν σοφές και ποιητικές
εκφράσεις και υψηλό λεξιλόγιο, αλλά με
απλά, καθημερινά λόγια, κατάφερε να με
κρατήσει ζωντανό μέσα σε αυτή τη τρύπα
για οκτώ ολόκληρα χρόνια. Αν αυτό δεν
είναι μαγεία, τότε τι είναι;
Σήμερα, οκτώμισι
χρόνια από τη μέρα που μπήκα εδώ μέσα,
κάθομαι και γράφω αυτές τις σελίδες.
Βρέχει ασταμάτητα από το προηγούμενο
βράδυ και μια πυκνή ομίχλη έχει κάνει
κατάληψη στην ευρύτερη περιοχή. Πάντα
τον προτιμούσα έτσι τον καιρό. Σκέφτομαι
πως έτσι όλοι οι άνθρωποι θα αναγκάζονται
να κλείνονται μέσα, σαν κι εμένα. Ξέρω
πως γίνομαι κακεντρεχής με τέτοιες
σκέψεις, αλλά παρόλα αυτά τις κάνω.
Λίγες ώρες νωρίτερα,
αφότου είχα επανέλθει από έναν ακόμη
ύπνο δίχως όνειρα, συνέβη κάτι το
απίστευτο. Τόσο απίστευτο, που σκέφτομαι
μήπως τελικά ο ύπνος μου δεν ήταν και
τόσο δίχως όνειρα όσο νόμιζα.
Όπως χιλιάδες πρωινά
πριν από αυτό, εμφανίστηκε ο καλός μου
φύλακας και αυτή τη φορά πέταξε μέσα
κάτι που με πρώτη ματιά θα ορκιζόμουν
πως ήταν τσιγάρο. Δεν με αδικώ, αφού
εκτός του ότι έμοιαζε πάρα πολύ, ήταν
και το νούμερο ένα παράνομο αντικείμενο
ανάμεσα στις προτιμήσεις των κρατουμένων.
Ήταν ένα μικρό κομμάτι χαρτί, κυλινδρικά
τυλιγμένο, ενώ σε μήκος δεν ξεπερνούσε
το μικρό δάχτυλο του χεριού μου. Μπορούσα
να αισθανθώ την παρουσία του φύλακα που
στεκόταν ακόμη πίσω από την πόρτα, αλλά
δεν σήκωσα το κεφάλι να τον κοιτάξω. Όλη
η προσοχή μου είχε στραφεί στο χαρτί.
Το ξετύλιξα. Ήταν ένα σύντομο μήνυμα,
το περιεχόμενο του οποίου, σε συνδυασμό
με το τελεσίδικο ύφος του, προκάλεσαν
έναν γαλαξία από ερωτηματικά να
περιστρέφεται γύρω από το κεφάλι μου.
“Απόψε ή ποτέ”,
ήταν οι λέξεις.
Σήκωσα το κεφάλι
μου προς τη πόρτα και τώρα τα ερωτηματικά
μετατράπηκαν σε θαυμαστικά. Ο φύλακας
στεκόταν εκεί, σιωπηλός όπως πάντα, αλλά
αυτή τη φορά, για πρώτη φορά μετά από
σχεδόν εννέα χρόνια, με κοίταζε κατάματα.
Μου πήρε λιγότερο
από ένα δευτερόλεπτο ώστε να ξεχωρίσω
την αδιανόητη αλήθεια μέσα στα μάτια
του. Όχι! Όχι στα μάτια του, αλλά στα
μάτια της. Γιατί
δεν ήταν άντρας, ήταν γυναίκα. Και από
τη πρώτη στιγμή, κατάλαβα και ποια
γυναίκα ήταν, παρόλο
που δεν την είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Η
μεταμφίεσή της είχε πια εξαφανιστεί
στα μάτια μου. Ήταν τόσο προφανές πλέον.
Ίσως γι' αυτό να μην με κοίταζε ποτέ.
Ίσως να ήξερε πως θα την καταλάβαινα
από τη πρώτη στιγμή. Τα βλέμματά μας
κλείδωσαν για μερικά δευτερόλεπτα, σαν
να συνομιλούσαν μεταξύ τους, κλείνοντας
μια συμφωνία που τα μυαλά μας δεν
μπορούσαν να ακούσουν και να αντιληφθούν.
Έπειτα έφυγε,
αφήνοντάς με γονατιστό στο πάτωμα για
ώρες, να προσπαθώ να χωνέψω αυτό που τα
μάτια μου είδαν. Πως είχε καταφέρει να
τους ξεγελάσει όλους και να γίνει
φύλακας; Πως πέρασε απαρατήρητη τόσο
καιρό; Γιατί περίμενε τόσα χρόνια μέχρι
να μου αποκαλυφθεί; Ποια ήταν τα κίνητρά
της ώστε να κάνει όλα αυτά για έναν
άγνωστο και να ρισκάρει τα πάντα; Την
ίδια της τη ζωή! Μόλις συνειδητοποίησα
πως τελικά δεν με ένοιαζαν και τόσο οι
απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, έπιασα
να γράψω αυτές τις σελίδες που κρατάς
τώρα στα χέρια σου.
Αν πράγματι συνέβησαν
όλα αυτά και δεν ήταν γέννημα της
καταπιεσμένης φαντασίας μου, είμαι
αρκετά σίγουρος για το τι ήθελε να μου
πει με το τελευταίο της μήνυμα.
Δεν έχω ρολόι αλλά
νομίζω πως έχουμε μπει στο απόγευμα,
συνεπώς πρέπει σιγά σιγά να ολοκληρώσω.
Έχω λίγες ακόμη ώρες ώστε να βρω κάποια
κρυψώνα για αυτές τις έξι σελίδες.
Υποθέτω πως θα τις βρεις, αργά ή γρήγορα.
Το γράμμα της με
κράτησε ζωντανό για σχεδόν μία δεκαετία.
Ελπίζω το δικό μου να κάνει το ίδιο και
για σένα, όπως και το δικό σου για τον
επόμενο μετά από σένα. Αντίο φίλε μου.
Και να θυμάσαι: η μαγεία υπάρχει. Είναι
εκεί όταν ακούς έναν πρόσωπό να σου
μιλάει. Είναι εκεί όταν διαβάζεις
γραμμένα τα λόγια κάποιου προς εσένα,
όπως σε αυτό το γράμμα. Βρίσκεται παντού
ανάμεσα στις λέξεις. Κοίτα προσεκτικά.
Μπορείς να τη δεις; Μπορείς να τη νιώσεις;