Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Οι από πάνω.


Οι από πάνω

1

Εντάξει, τώρα η απόδειξη για το θεώρημα μέσης τιμής.
Χμμμμ...
Όχι.
Έλα, δε μπορεί.
Εεεεμμμμμ...
“Όχι ρε πούστη.”
Τα χέρια του έδωσαν μερικές σφαλιάρες στο κομοδίνο μέχρι να βρούνε τον διακόπτη του πορτατίφ. Όταν αυτό γέννησε φως, ο Μάριος έσκυψε δίπλα στο κρεβάτι όπου βρισκόταν μία στοίβα από χαρτιά, τετράδια και βιβλία. Εδώ και μήνες, το δωμάτιό του έμοιαζε με γραφείο δημόσιας υπηρεσίας. Έψαχνε πανικόβλητος μέσα στο σωρό με χέρια που έτρεμαν. Χαρτιά γλιστρούσαν και έπεφταν από τη λευκή στοίβα μοιάζοντας με έλκηθρα που κατεβαίνουν μια χιονισμένη πλαγιά. Δεν άργησε να βρει αυτό που ήθελε.
Μαθηματικά Θετικής και Τεχνολογικής Κατεύθυνσης, δήλωνε το εξώφυλλο του βιβλίου.
“Δε μπορεί να ξέχασα το θεώρημα μέσης τιμής,είναι ότι πιο πανεύκολο,” είπε καθώς ξεφύλλιζε γρήγορα το βιβλίο. Αριθμοί, συναρτήσεις, λογάριθμοι, ολοκληρώματα που έμοιαζαν με δηλητηριώδη φίδια πέρασαν μπροστά από τα μάτια του. Σταμάτησε στην σελίδα που αναζητούσε, την διάβασε σιωπηλά και χαμογέλασε.
Μα φυσικά, αυτό ήταν, πανεύκολο. Πως το ξέχασα; αναρωτήθηκε από μέσα του. Πέταξε το βιβλίο στο πάτωμα και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι ανάσκελα. Θα πάω εκεί αύριο και δεν θα θυμάμαι τίποτα. Δεν θα θυμάμαι ούτε πόσο κάνει ένα κ' ένα. Θα πατώσω!
Κοίταξε στον τοίχο στα δεξιά του, από τον οποίο το ρολόι του ψιθύρισε ότι ήταν μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα και οχτώ ώρες πριν το ξεκίνημα των πανελληνίων εξετάσεων. Των εξετάσεων που αν έγραφε καλά, θα του εξασφάλιζαν μια θέση στο πανεπιστήμιο, το οποίο με τη σειρά του θα του εξασφάλιζε μία ζεστή και αναπαυτική θέση εργασίας. Εντάξει, είστε ελεύθεροι να γελάσετε με το τελευταίο. Ήταν οι εξετάσεις για τις οποίες ετοιμαζόταν πυρετωδώς εδώ κι ένα χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου ξέχασε πως είναι να βγαίνει με τους φίλους του, πως είναι να πάει να παίξει μπάλα, πως είναι να διαβάζει ένα βιβλίο που δεν περιέχει στον τίτλο του λέξεις όπως μαθηματικά, φυσική, νεοελληνική γλώσσα, βιολογία και ιστορία.
“Θα έχεις όσο χρόνο θέλεις για αυτά μετά τις εξετάσεις, Μάριε,” του επαναλάμβαναν οι γονείς του σαν δίσκοι που έχουν κολλήσει στο πικ απ και φυσικά δεν άργησαν να τον πείσουν.
Οπότε εδώ βρισκόταν τώρα, λίγες ώρες πριν αντιμετωπίσει αυτό που τον έκαναν να πιστέψει ότι είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που άναψε το πορτατίφ εκείνο το βράδυ. Πριν το θεώρημα μέσης τιμής ήταν το θεώρημα του Bolzano, πιο πριν οι παράγουσες και τα ολοκληρώματα, πιο πριν οι ρυθμοί μεταβολής μιας συνάρτησης και πολλά ακόμη. Όλα, πράγματα που ενώ τα είχε διαβάσει εκατομμύρια φορές, κι ενώ τα ήξερε, προς στιγμήν ένιωθε ότι με κάποιον μαγικό τρόπο είχαν σβηστεί από τη μνήμη του.
Έκλεισε το φως και προσπάθησε – για ακόμη μία φορά – να κοιμηθεί.
Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν άκουσε κάποιον να περπατάει στο επάνω διαμέρισμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια. Είχαν περάσει αμέτρητες νύχτες στις οποίες είχε ξυπνήσει από τα βήματα των γειτόνων του. Παρά την τσιμεντένια επιφάνεια που τους χώριζε, κάθε φορά τα βήματα ακούγονταν λες και περπατούσε κάποιο άλογο και όχι άνθρωπος.
Θα σταματήσουν, όπως πάντα, σκέφτηκε. Πόση ώρα μπορεί να πηγαινοέρχεται κάποιος μέσα στο ίδιο δωμάτιο;
Δεν σταμάτησαν.
Στο πάνω διαμέρισμα έμενε ο φίλος του ο Σπύρος με τους γονείς του. Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν ο καλύτερος του φίλος, τουλάχιστον μέχρι πριν ένα χρόνο. Γνωρίζονταν από μικρά παιδιά και περνούσαν πολλές ώρες μαζί. Φέτος όμως, κάτι τα διαβάσματα του Μάριου, κάτι κάποιες καινούριες παρέες που ξεκίνησε να κάνει ο Σπύρος, τις οποίες μάλιστα ο Μάριος θεωρούσε κακές και επικίνδυνες, τους απομάκρυναν. Παρόλα αυτά, κάθε φορά που μια φωνή μέσα στο μυαλό του του έλεγε ότι ίσως έπρεπε να κάνει κάτι για να τον απομακρύνει από αυτές τις παρέες, ο Μάριος έκανε πως δεν άκουγε και ποτέ δεν παραδέχθηκε την ύπαρξη των τύψεων που υπήρχαν μέσα του για αυτό το θέμα. Δεν υπήρχε χρόνος για τέτοια. Ο Σπύρος ήταν μεγάλο παιδί και μπορούσε να καταλάβει από μόνος του ποιο ήταν το σωστό.
Οι δυο τους πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και ήταν στην ίδια τάξη, όμως ο Σπύρος δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται και τόσο για το άθλημα. Λένε ότι δεν υπάρχει “δεν μπορώ,” αλλά μόνο “δεν θέλω.” Όμως ο Σπύρος, απλά δε μπορούσε. Και φυσικά δεν θα πεταγόταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα για να θυμηθεί τι λέει το θεώρημα του Bolzano, γιατί απλά δεν το έμαθε ποτέ. Σήμερα θα κοιμόταν σαν πουλάκι, σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Τότε ποιος περπατάει συνέχεια και μου έχει σπάσει τα νεύρα;
Όποιος και να ήταν, φαινόταν ότι περπατούσε σε κύκλους περιμετρικά του δωματίου.
Ο Μάριος σηκώθηκε, άρπαξε ένα ξύλινο χάρακα από το γραφείο του, και αφού ανέβηκε στο κρεβάτι άρχισε να χτυπάει με δύναμη το ταβάνι.
Το περπάτημα σταμάτησε.
Ο Μάριος κατέβηκε και πήγε να ξαναπάρει τη θέση του στο κρεβάτι.
“Α στο διάολο επιτέλους,” είπε και σκεπάστηκε.
Η σιωπή κράτησε μόνο για τέσσερα δευτερόλεπτα. Ο θόρυβος επέστρεψε και αυτή τη φορά ήταν πιο δυνατός. Κάποιος χοροπηδούσε εκεί πάνω. Μετά από λίγο άρχισε να τρέχει και μετά πάλι χοροπήδημα.
“Τι κάνουνε ρε;” μονολόγησε ο Μάριος που είχε πλέον αρχίσει να εκνευρίζεται. Ο ιδρώτας είχε κολλήσει το φανελάκι του στο σώμα του. Σκέφτηκε να τους φωνάξει να σκάσουν, όμως λυπήθηκε τους γονείς του που κοιμόνταν στο απέναντι δωμάτιο, αφού δεν είχαν κάποιον ανώμαλο να χοροπηδάει από πάνω τους.
Άλλο ένα λεπτό πέρασε. Δεν πήγαινε άλλο. Βγήκε από το δωμάτιο, από το διαμέρισμα και ανέβηκε τα σκαλιά για τον δεύτερο όροφο. Καθώς κατευθυνόταν προς την πόρτα του διαμερίσματος του φίλου του, μπορούσε να ακούσει το τρέξιμο και το χοροπηδητό. Έφτασε στην πόρτα και είδε ότι ήταν ελαφρώς ανοιχτή.
Τι διάολο; Λες να μπήκαν κλέφτες;
Ο Μάριος χτύπησε διστακτικά την πόρτα, χωρίς να λάβει απάντηση και όποιος και να ήταν αυτός που έτρεχε δεν έδειχνε να είχε ακούσει το χτύπημα.
Χτύπησε ξανά, με μεγαλύτερη δύναμη.
Και πάλι τίποτα.
Ίσως είναι καλύτερα να φύγω, σκέφτηκε και άνοιξε την πόρτα.
Βρισκόταν σε ένα μικρό χολ στο οποίο είχε βρεθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Ο ήχος ερχόταν από τα δεξιά όπου βρισκόταν το σαλόνι. Ο Μάριος πλησίασε διστακτικά. Έφτασε στο κατώφλι της πόρτας και κοίταξε μέσα. Αυτό που έβλεπε ήταν τελείως τρελό. Ήταν ο Σπύρος. Φορούσε ένα μποξεράκι με δύο γουρουνάκια που έκαναν σεξ και ένα κίτρινο φανελάκι, αλλά δεν ήταν αυτό το τρελό. Το τρελό ήταν ότι έτρεχε γύρω γύρω σαν δαιμονισμένος.
“Σπύρο;” είπε ο Μάριος.
Ο Σπύρος σταμάτησε και κοίταξε προς το μέρος του. Παρόλα αυτά έτρεχε ακόμη, επί τόπου.
“Μάριε! Που είσαι ρε φίλε;”
“Τρελάθηκες ρε μαλάκα; Τι κάνεις;” ρώτησε ο Μάριος μη μπορώντας ακόμη να χωνέψει αυτό που έβλεπε.
“Τι κάνω; Προπονούμαι για αύριο! Εσύ είσαι έτοιμος;” είπε ο Σπύρος και άρχισε να κάνει καθίσματα έχοντας τα χέρια στην έκταση.
Ο Μάριος δεν άντεξε και έβαλε τα γέλια.
“Α δε πας καλά! Έλα αρκετή προπόνηση για σήμερα,” είπε όταν σύνελθε. “Δε μπορώ να κοιμηθώ από κάτω! Καλά οι γονείς σου δεν ξύπνησαν με όλο αυτό το χαμό;”
Ο Σπύρος κούνησε το χέρι του σαν να τον χαιρετάει. “Α, όχι δεν είναι εδώ οι δικοί μου. Τι δουλειά να έχουν εδώ;”
Φυσικά και δεν είναι. Αν ήταν θα σε είχαν ήδη δέσει, σκέφτηκε ο Μάριος αλλά δεν είπε τίποτα.
“Έλα Μάριε, έλα κι εσύ,” είπε ο Σπύρος και έτρεξε προς τη γωνία του σαλονιού. Επέστρεψε με δύο ροζ βαράκια που στα πλάγια έγραφαν: 8 kg. Ο Μάριος ένιωσε το γέλιο έτοιμο να αναδυθεί και πάλι από το στομάχι του.
“Μπρος, πάρε ένα από αυτά,” είπε ο Σπύρος κι έκανε να του δώσει το ένα βαράκι.
Ξεκόλλα ρε φίλε, θα έλεγε ο Μάριος, αν ο φίλος του δεν προσγείωνε το βαράκι στο κεφάλι του. Ο Μάριος είδε τα πάντα να θολώνουν γύρω του και πριν καλά καλά προφτάσει να αντιληφθεί τι είχε γίνει, δέχτηκε ακόμη ένα χτύπημα στον δεξί του κρόταφο κι έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα. Μπορούσε να δει ελάχιστα πράγματα, και άκουγε ακόμη λιγότερα. Βρισκόταν στο κατώφλι της λιποθυμίας, αλλά τελικά (και δυστυχώς) δεν το πέρασε. Ένιωσε να τον σέρνουν και λίγο αργότερα να κάθεται σε μία καρέκλα.
Τρία λεπτά αργότερα άρχισε να ξεθολώνει. Οι αισθήσεις του επέστρεψαν και μαζί τους ένας ανυπόφορος πόνος στο κεφάλι. Μπροστά του μια φιγούρα, έτρεχε χωρίς να αλλάζει θέση, σαν να βρισκόταν πάνω σε διάδρομο γυμναστικής. Ο Μάριος ένιωσε κάποιον να του κρατάει τα χέρια. Όμως δεν υπήρχε κανείς άλλος. Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε ότι ήταν δεμένος στη καρέκλα.
“Ώρα για επανάληψη φυτούκλα,” είπε ο Σπύρος. Χαμογελούσε και αυτό έκανε το αίμα του Μάριου να παγώσει.
“Τι κάνεις ρε Σπύρο, πας καλά; Λύσε με!”
“Πρώτα θα κάνουμε μια επαναληψούλα και μετά. Πρέπει να γράψεις καλά αύριο,” είπε ο Σπύρος. Η φωνή του ήταν ήρεμη, σαν να απευθύνεται σε μικρό παιδί.
Η φωνή ενός τρελού επίσης, σκέφτηκε ο Μάριος και προσπάθησε άσκοπα να ελευθερώσει τα χέρια του.
“Λοιπόν! Μη χάνουμε άλλο χρόνο. Δεν μας έμειναν και πολλές ώρες μέχρι το πρωί. Θα σου κάνω ερωτήσεις πάνω στο μάθημα και εσύ θα απαντάς, εντάξει;”
Ο Μάριος άνοιξε το στόμα να μιλήσει, αλλά ο Σπύρος πετάχτηκε και τον διέκοψε.
“Α! Ξέχασα!” είπε και βγήκε για λίγο από το σαλόνι. Όταν επέστρεψε, κρατούσε στο ένα του χέρι μία τανάλια και στο άλλο ένα στρατιωτικό μαχαίρι με μια λεπίδα δεκαπέντε εκατοστών. Ο Μάριος προς στιγμήν πάγωσε. Ο φίλος του έδειχνε να έχει τρελαθεί και ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του. Η παγωμάρα έλιωσε και έδωσε τη θέση της στον πανικό. Πάλευε με τα σχοινιά, αλλά όσο πιο πολύ πάλευε, τόσο πιο πολύ τα ένιωθε να σφίγγουν.
Ο Σπύρος άφησε το μαχαίρι στο τραπεζάκι δίπλα του και έφερε την τανάλια μπροστά στα μάτια του Μάριου για να την δει, λες και ήταν τυφλός. “Ξέχασα να σου πω ότι αν δεν απαντάς σε κάποια ερώτηση ή την κάνεις λάθος, θα χάνεις και από ένα νύχι.”
“Είσαι τρελός!” ούρλιαξε ο Μάριος. “Βοήθεια!”
“Βοήθεια; Βοήθεια εσύ Μάριε; Ο καλύτερος μαθητής; Δεν θες βοήθεια, μια χαρά θα τα πας και μόνος σου, είμαι σίγουρος,” είπε ο Σπύρος διατηρώντας το παρανοϊκό χαμόγελο στο πρόσωπό του.
“Βοήθεια!” ξαναφώναξε ο Μάριος παλεύοντας συγχρόνως με τα δεσμά του.
“Α, θες βοήθεια για να φύγεις από εδώ και όχι για τα μαθήματα. Τώρα το κατάλαβα. Λυπάμαι, αλλά μόνο εσύ μπορείς να ακούσεις τις κραυγές σου εδώ μέσα. Κανείς άλλος.”
Συνέχισε να φωνάζεις. Η πόρτα είναι ορθάνοιχτη, σύντομα κάποιος θα ακούσει, σκέφτηκε ο Μάριος και φώναξε για βοήθεια τρεις φορές ακόμη.
“Ξεκινάμε!” φώναξε ο Σπύρος. “Πρώτο θέμα: Ποια διαδικασία ακολουθούμε για να βρούμε τα ολικά ακρότατα μίας συνάρτησης;”
“Σπύρο, σύνελθε ρε φίλε, σε παρακαλώ,” είπε ο Μάριος προσπαθώντας να τον πάρει με το καλό, αλλά ο Σπύρος έμοιαζε να μην τον άκουσε καν.
“Υποθέτω ότι δεν το ξέρεις,” είπε και τον πλησίασε. Έσκυψε και έπιασε τα χέρια του, ελευθερώνοντας τον αντίχειρά του αριστερού του χεριού.
“Όχι!” φώναξε ο Μάριος. “Εντάξει, θα σου πω, το ξέρω! Περίμενε!”
“Περιμένω,” είπε ο Σπύρος, όμως δεν άφησε το δάχτυλό του Μάριου από τα χέρια του.
Εντάξει. Ας παίξω το ηλίθιο παιχνίδι του μέχρι να έρθει κάποιος. Έτσι κι αλλιώς είναι τελείως σκράπας. Πόσο δύσκολα μπορεί να μου βάλει;
“Για να βρούμε τα ακρότατα μία συνάρτησης...” ξεκίνησε να λέει με τρεμάμενη φωνή ο Μάριος, όταν με τρόμο συνειδητοποίησε ότι δεν θυμόταν την απάντηση που ένα χρόνο τώρα είχε βαρεθεί να βλέπει μπροστά του.
“Δεν το ξέρεις,” συμπέρανε τελείως φυσιολογικά ο Σπύρος και ο Μάριος ένιωσε το στόμα της τανάλιας να αγγίζει το πάνω μέρος του νυχιού του.
“Όχι! Όχι! Περίμενε! Πρέπει να σκεφτώ!”
“Τέλος χρόνου, φίλε,” είπε ο Σπύρος και τράβηξε απότομα την τανάλια. Ο Μάριος έβγαλε μία κραυγή που σίγουρα ακούστηκε σε όλο το οικοδομικό τετράγωνο. Κολοσσιαία κύματα πόνου πήγασαν από το δάχτυλό του, ενώ ένιωσε και το αίμα να αναβλύζει από εκεί επίσης. Ήταν ο χειρότερος πόνος που είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του. Μία σκυταλοδρομία από κραυγές ακολούθησε την πρώτη μέχρι τελικά να σβήσουν. Αλλά ο πόνος φυσικά δεν πήγε πουθενά.
“Θέμα δεύτερο,” είπε ο Σπύρος σαν να μη συνέβη τίποτα και σηκώθηκε όρθιος.
“Όχι! Άσε με να φύγω! Βοήθεια!” φώναξε ο Μάριος, αλλά βοήθεια δεν ερχόταν από πουθενά. Ήταν αδύνατο να μην ακούστηκε η προηγούμενη κραυγή του τουλάχιστον σε όλη την πολυκατοικία. Γιατί δεν ερχόταν κανένας; Κάποιος πεθαίνει στο διπλανό διαμέρισμα, και δεν έρχεται κανείς. Γιατί;
“Σε ένα όριο, πως λύνουμε μία απροσδιοριστία της μορφής άπειρο εις την άπειρο;” συνέχισε ο Σπύρος.
Ο Μάριος έτρεμε ολόκληρος και το πρόσωπό του έσταζε από τον ιδρώτα. Ο πόνος στο κεφάλι και στο δάχτυλό του ήταν αδιανόητος, ήταν...άπειρος εις την άπειρο.
“Προσπάθησε να χαλαρώσεις Μάριε,” είπε ο Σπύρος συμβουλευτικά. “Το στρες δεν κάνει καλό στις εξετάσεις. Δεν θα γράψεις τίποτα αν είσαι αγχωμένος.” Γέλασε. “Αν είσαι αγχωμένος, ακόμη και τις απαντήσεις να σου δώσουν, δεν θα μπορείς να τις αντιγράψεις. Οπότε, χαλάρωσε.”
“Μου βγάζεις τα νύχια ρε παλιοανώμαλε! Πως να χαλαρώσω;” απάντησε ο Μάριος και περίμενε να δει το Σπύρο να εκρήγνυται και να του βγάζει όλα τα νύχια μαζί. Όμως ο Σπύρος έδειχνε ανεπηρέαστος.
“Ξέρεις την απάντηση ή όχι;” ρώτησε.
Ο Μάριος προσπάθησε να σκεφτεί, αλλά δεν βρήκε την απάντηση. Ήξερε ότι δεν θα έβρισκε καμία απάντηση σήμερα, όσο απλή και να ήταν η ερώτηση. Εκείνη τη στιγμή, δεν θυμόταν ούτε τι χρώμα είχε το εξώφυλλο του βιβλίου.
“Όχι! Δε τη ξέρω τη γαμημένη την απάντησή σου!” του φώναξε.
Ο Σπύρος πλησίασε και πάλι, έσκυψε και τράβηξε το επόμενο νύχι. Ακόμη μία σειρά από κραυγές πόνου διαπέρασαν τοίχους και παράθυρα και ταξίδεψαν σε ένα κτήριο στο οποίο ή δεν ήταν κανείς ή κανείς δεν νοιάζονταν.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε ακόμη τρεις φορές. Ο Μάριος είχε πλέον χάσει όλα τα νύχια του αριστερού του χεριού. Ήταν το καλό του χέρι. Ακόμη και αν γλίτωνε σήμερα από τον τρελό φίλο του, δεν θα μπορούσε να δώσει εξετάσεις, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο που τον ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Ο πόνος είχε σκεπάσει κάθε άλλη σκέψη και έγνοια. Το αίμα συνέχισε να βγαίνει από τις πέντε τρύπες στα δάχτυλά του και είχε δημιουργήσει μια στρογγυλή στάμπα πάνω στο χαλί.
Μόνο ένα πράγμα διαπερνούσε που και που αυτό το πέπλο του πόνου. Μία απορία: Γιατί δεν έρχεται κανείς;
Ο Σπύρος άφησε την τανάλια στο τραπεζάκι.
Θεέ μου επιτέλους σταμάτησε, σκέφτηκε ο Μάριος.
Ο Σπύρος πήρε στο χέρι του το μαχαίρι.
Ωχ, όχι, σκέφτηκε ο Μάριος.
Η λεπίδα του μαχαιριού μπορεί να ήταν μεγάλη, στα μάτια του Μάριου όμως φαινόταν θεόρατη, και πιο πολύ έμοιαζε με μπαλτά.
Ο Σπύρος πλησίασε και χάιδεψε τα μαλλιά του Μάριου.
“Συνήθως στις εξετάσεις τα θέματα είναι τέσσερα. Εγώ σαν φίλος σου έβαλα πέντε, όμως δεν απάντησες κανένα.” Τώρα γονάτισε στο πάτωμα και οι δυο τους ήρθαν πρόσωπό με πρόσωπο. “Τώρα, επειδή σ' αγαπάω Μάριε, θα σου βάλω κι ένα έκτο θέμα. Αν το απαντήσεις, θα σε αφήσω να φύγεις. Αν όχι...” ακούμπησε την μύτη του μαχαιριού στο στήθος του Μάριου και στο ύψος της καρδιάς. Ο Μάριος έπιασε το υπονοούμενο.
“Έτοιμος;” ρώτησε ο Σπύρος και έκανε την ερώτηση χωρίς να περιμένει επιβεβαίωση. “Γιατί με άφησες να μπλέξω με τους άλλους;”
Ο Μάριος έβαλε τα κλάματα. Αν τα θέματα των μαθηματικών του φάνηκαν δύσκολα (παρόλο που δεν ήταν), αυτό του φάνηκε άλυτο. Πιο άλυτο και από τον τετραγωνισμό του κύκλου. Οι λυγμοί του Μάριου έμοιαζαν πιο δυνατοί και από τις κραυγές που έβγαζε όταν ο Σπύρος του αφαιρούσε τα νύχια.
Κούνησε γρήγορα το κεφάλι δεξιά και αριστερά, δηλώνοντας ότι δεν ήξερε. Όμως ήξερε, έτσι δεν είναι; Ήξερε ότι απλά επέλεξε να μην ασχοληθεί με τα μπλεξίματα του φίλου του. Πρώτον δεν ήθελε και δεύτερον τα μαθήματα του έτρωγαν λαίμαργα όλο το χρόνο. Αυτήν ήταν η αλήθεια. Όμως ήταν μια αλήθεια που, αν και πικρή, θα ικανοποιούσε τον Σπύρο εκείνο το βράδυ και θα τον άφηνε να φύγει ζωντανό. Την επόμενη μέρα ο Μάριος θα πήγαινε να δώσει εξετάσεις χωρίς κανένα πρόβλημα και θα τα πήγαινε περίφημα γιατί ήταν καλός μαθητής και πολύ έξυπνο παιδί. Όλα αυτά όμως ο Μάριος δεν τα ήξερε και επέλεξε για ακόμη μία φορά να μην παραδεχθεί την αλήθεια.
Κούνησε ξανά το κεφάλι του.
“Κρίμα φίλε,” είπε ο Σπύρος και έμπηξε το μαχαίρι στο στήθος του Μάριου. Η κοφτερή λεπίδα τρύπησε την καρδιά του και ο θάνατός του ήρθε ακαριαία.

2

Πέντε ώρες αφότου η καρδιά του Μάριου σταμάτησε να λειτουργεί, ο Σπύρος άκουσε τρεις δυνατές κραυγές από κάτω, τις οποίες ακολούθησαν περισσότερες μικρότερης έντασης, αλλά και κλάματα που μετά βίας όμως ακούγονταν. Φαντάστηκε ότι θα μπορούσαν να έρχονται από οποιοδήποτε μέρος του πρώτου ορόφου ή του ισογείου και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία.
Εκείνη την ώρα έπαιρνε το πρωινό του, σαν να μη τρέχει τίποτα. Επίσης σαν να μην έτρεχε τίποτα, σε λίγο θα πήγαινε στο σχολείο, θα παρέδιδε μία λευκή κόλλα και θα έφευγε. Δεν είχε κανένα άγχος και το βράδυ κοιμήθηκε σαν πουλάκι, όπως κάθε βράδυ.
Μισή ώρα αργότερα, κι ενώ το θέμα με τις κραυγές είχε σχεδόν σβηστεί από το μυαλό του, ο Σπύρος βγήκε από το διαμέρισμά του για να πάει στο σχολείο. Έφτασε στο πλατύσκαλο ανάμεσα στο δεύτερο και τον πρώτο όροφο και σταμάτησε. Στην είσοδο του από κάτω διαμερίσματος επικρατούσε αναστάτωση. Υπήρχε ένα φορείο, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένο ένα παιδί που ο Σπύρος γνώριζε πολύ καλά. Ήταν ο φίλος του ο Μάριος.
Αρρώστησε; ήταν η πρώτη σκέψη του. Θα χάσει τις εξετάσεις;
Τότε είδε έναν γιατρό ή τραυματιοφορέα ή ότι σκατά ήταν τέλος πάντων να τον σκεπάζει ολόκληρο με ένα σεντόνι.
Δεν σε σκεπάζουν ολόκληρο με ένα σεντόνι αν έχεις αρρωστήσει, σκέφτηκε τώρα και έβαλε το χέρι του μπροστά στο στόμα του, μη μπορώντας να πιστέψει το μήνυμα που έστελναν τα μάτια του στον εγκέφαλό του.
Δύο από τους γιατρούς ή τραυματιοφορείς ή ότι σκατά ήταν τέλος πάντων κατέβαζαν το φορείο από τα σκαλιά και ο τρίτος τους ακολουθούσε. Ο Σπύρος έτρεξε και τον έπιασε. Ήταν υπερβολικά ψηλός.
“Τι έγινε;” ρώτησε.
“Πέθανε στον ύπνο του,” είπε χαμηλόφωνα εκείνος. “Ανακοπή.”
Τώρα ήταν που θα πάθαινε αυτός την ανακοπή.
“Ήταν φίλος σου;”
Ο Σπύρος δεν απάντησε. Κοίταζε σαν υπνωτισμένος το φορείο να απομακρύνεται μέχρι που βγήκε από το οπτικό του πεδίο.
“Νεαρέ;” είπε ο ψηλός και τον σκούντηξε.
“Τι;” είπε ο Σπύρος σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. “Ναι,” απάντησε τελικά. “Ναι, ήταν.”

3 σχόλια:

paokliverpool44 είπε...

πο πο ....ΤΕΛΕΙΟ ΓΑΜΑΤΟ...και χρησιμοποιησες το ονομα μου, μενω στον πρωτο οροφο, οι απο πανω μου οντως ξενυχτανε, εχω ενα φιλαρακι που παμε στο ιδιο σχολειο ( σε διαφορετικη ταξη ), δεν κανω τοσο παρεα μαζι του οσο παλιοτερα αφου κανει με αλλα παιδια πλεον παρεα..!!! ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ποσο μοιαζουν οι περιπτωσεις...επεσες εξω μονο στο χερι μου...ειμαι δεξιοχειρας...λολ...!!!

paokliverpool44 είπε...

AAAA...επισης παω τεχνολογικη κατευθυνση με αρεσουν τα μαθηματικα και ειμαι καλος μαθητης σε σχεση με το ας πουμε φιλαρακι μου...αχαχα...ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ... εχεις ιδιο γραψιμο με τον STEPHEN KING...η ατμοσφαιρα του διηγηματος και οι σκεψεις του ιρωα πραγματικα φανταστικες !!! ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ ΣΥΧΓΑΡΗΤΗΡΙΑ...ΑΡΙΣΤΑ...

Unknown είπε...

Aνατριχιαστικές ομοιότητες!!!! Αν γράψεις κάτι για εμένα πάντως δεν ξέρω αν θα το διαβάσω χα χα χα λες να βγαίνουν αληθινά αυτά που γράφεις??? χα χα
Πέρα απο το αστείο ήταν απίθανο