Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Η Φωνή



Η Φωνή

“Γιατρέ;”
“Όχι διάολε, πες μου ότι δεν το άκουσα αυτό,” ψιθύρισε στον εαυτό του ο γιατρός.
“Γιατρέ;”
Λυπάμαι φιλαράκο αλλά το άκουσες. Δεν έχεις πιει αρκετά ώστε να αρχίσεις να ακούς φωνές.
“Ποιος μιλάει;” φώναξε ο γιατρός. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στην αιώρα με την πλάτη του γυρισμένη προς την πόρτα της αυλής. Τέσσερα άδεια μπουκάλια μπύρας κείτονταν στο γρασίδι από κάτω του σαν νεκροί στρατιώτες.
“Με λένε Άκη. Μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;”
Ο γιατρός έμεινε οριζοντιοποιημένος στην αιώρα να κοιτάζει τον ουρανό λες και κείνη την ώρα τον απήγαγε κάποιο UFO.
“Εσείς είστε ο γιατρός, σωστά; Ελπίζω να μην ήρθα σε λάθος σπίτι. Στέφανος Βασιλειάδης; Ψυχίατρος; Ο Μιτς από την καφετέρια μου είπε ότι θα σας βρω εδώ.”
“Ω Μιτς, θα σε σκοτώσω,” μουρμούρησε ο γιατρός.
“Τι είπατε;” είπε η φιγούρα πίσω από την πόρτα.
“Τίποτα,” απάντησε ο Στέφανος και στριφογύρισε στην αιώρα για να τον κοιτάξει. Μετακίνησε τα μαύρα γυαλιά του από τα μάτια στα μαλλιά και είδε ένα παιδί γύρω στα είκοσι να τον κοιτάζει χαμογελώντας αμήχανα. “Τι θέλεις;”
“Να, ο Μιτς μου είπε ότι είστε ψυχίατρος και ίσως μπορούσατε να με βοηθήσατε.”
“Χα!” φώναξε ο Στέφανος. “Δε σου τα είπε καλά όμως ο φίλος μου ο Μιτς. Δεν είμαι ψυχίατρος. Είμαι ψυχίατρος σε διακοπές, και πρέπει να μάθεις νεαρέ μου, ότι δεν μπαίνεις ποτέ στο εξοχικό ενός ψυχίατρου που είναι σε διακοπές.”
“Γιατί;”
“Γιατί δαγκώνει!” τόνισε ο γιατρός. “Αν θες κλείσε ένα ραντεβού με το γραφείο μου και θα σε δω το Σεπτέμβρη.”
“Μα αυτό είναι μετά από δύο μήνες!” είπε έκπληκτος ο Άκης.
“Άδικη που είναι η ζωή καμιά φορά, ε;” είπε ο γιατρός και επέστρεψε στην προηγούμενη, με-απαγάγουν-εξωγήινοι στάση του.
“Μόνο για λίγα λεπτά. Θα σας πληρώσω.”
“Πληρώνομαι με την ώρα, όχι με το λεπτό,” είπε ο Στέφανος και ξαναφόρεσε τα γυαλιά του.
“Τότε θα πληρώσω για μια ώρα! Σας παρακαλώ.”
“Όχι.”
Για ένα λεπτό, μιλούσαν μόνο τα κύματα της θάλασσας που έσκαγαν εκατό μέτρα πέρα από την αιώρα του γιατρού. Ο Άκης δεν είχε φύγει και ο Στέφανος το ένιωθε. Τελικά αναστέναξε βαθιά και είπε, “Ω Θεέ τι σου έχω κάνει; Εντάξει, έλα μέσα.”
Τη τρέλα μου!
Άκουσε την ξύλινη πόρτα να ανοίγει και αμέσως μετά παντόφλες να τρίβονται πάνω στο γρασίδι.
“Κάθισε,” είπε και του έδειξε την ξαπλώστρα δίπλα στην αιώρα. Το βλέμμα του δε μετακινήθηκε στιγμή από τον καθαρό ουρανό. “Θες μια μπύρα;”
Ο Άκης έδειχνε αρχικά να το σκέφτεται αλλά τελικά, “Όχι, ευχαριστώ.”
“Εγώ όμως θέλω,” είπε ο Στέφανος. Έβγαλε ένα πεντάευρω από την τσέπη του και το πέταξε στον Άκη. “Πετάξου μία στο περίπτερο και πάρε ένα ζευγάρι. Μετά θα μιλήσουμε...για λίγο.”
Ο Άκης επέστρεψε πέντε λεπτά αργότερα, έδωσε τις μπύρες στο Στέφανο κι εκείνος άνοιξε μία και ξεκίνησε να πίνει.
“Πραγματικά θέλω να σας πληρώσω,” είπε ο Άκης.
“Α, ξέχνα το,” είπε Στέφανος κουνώντας το χέρι του. “Έτσι κι αλλιώς δε θα αργήσουμε. Κι επίσης μη μου μιλάς στον πληθυντικό, αισθάνομαι λες και είμαι, ξέρω γω εκατόν έξι χρονών.”
“Όχι, πρέπει να σας πληρώσω. Η μητέρα μου λέει ότι πάντα πρέπει να δίνουμε ανταλλάγματα για οτιδήποτε μας παρέχουν. Έστω και κάτι συμβολικό.”
“Καλά καλά, δώσε μου αυτό το κάτι συμβολικό τότε όπως λες να τελειώνουμε.”
Ο Άκης έψαξε στις τσέπες του κι έβγαλε το μόνο πράγμα που υπήρχε εκεί μέσα, ένα νόμισμα. Το έδωσε στο Στέφανο κι εκείνος έβαλε τα γέλια.
“Κατοστάρικο;” ρώτησε και γέλασε ξανά. “Που το βρήκες;”
“Η μάνα μου, τις προάλλες καθάριζε τη ντουλάπα μετά από χρόνια και το βρήκε εκεί μέσα, σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο σανίδια. Μπορεί κάποτε να έχει συλλεκτική αξία.”
“Οπωσδήποτε,” είπε ο Στέφανος χαμογελώντας ειρωνικά και γλίστρησε τις εκατό δραχμές στην τσέπη του. “Εντάξει τώρα που τελειώσαμε με τα λογιστικά σ' ακούω.”
Ο Άκης αρχικά δίστασε. Ήταν λες και οι λέξεις σφήνωναν στο λαιμό του και επέστρεφαν πίσω. “Ακούω φωνές,” είπε τελικά και κοίταξε στο έδαφος.
“Στον ύπνο σου;”
“Όχι. Για την ακρίβεια, δεν είναι φωνές, αλλά μία Φωνή.”
“Μάλιστα. Πότε ξεκίνησες να την ακούς;”
“Περίπου δύο βδομάδες τώρα. Νομίζω έχω αρχίσει να τρελαίνομαι γιατρέ.”
“Κι εγώ, αλλά θα φτάσουμε και σε αυτό,” είπε ο γιατρός και είδε την ανησυχία να παραμορφώνει το πρόσωπο του ασθενή του. “Πλάκα σου κάνω,” είπε τελικά για να τον καθησυχάσει. “Την ακούς συχνά αυτή τη...Φωνή;”
“Δυο-τρεις φορές τη μέρα, περίπου.”
“Ανήκει σε κάποιον που ξέρεις;”
“Μπα, όχι. Είναι σαν ένα τέρας. Είναι βραχνή και δυνατή και κάθε φορά αισθάνομαι λες και θα σπάσουν τα τύμπανα μου.”
“Και τι σου λέει;”
“Μου λέει να κάνω διάφορα πράγματα. Άσχημα πράγματα.”
“Όπως;”
“Να κάνω πλάκες σε άλλους, να κλέβω, αλλά και να σκοτώνω.”
Συναγερμοί βάρεσαν μέσα στο κεφάλι του Στέφανου άλλα ήπιε λίγη μπύρα για να τους πνίξει.
“Εσύ τα κάνεις αυτά που σου λέει;”
“Όχι!” φώναξε ο Άκης και σηκώθηκε από τη καρέκλα. Ο Στέφανος του έκανε νόημα να καθίσει πάλι κάτω και αυτός υπάκουσε. “Εννοείται πως όχι. Όμως όσο περνάνε οι μέρες, μου είναι όλο και δυσκολότερο να αντισταθώ. Η Φωνή είναι όλο και πιο δυνατή. Νομίζω πως αργά ή γρήγορα θα κάνω κακό σε κάποιον.”
“Μάλιστα,” είπε χαμηλόφωνα ο Στέφανος. Φαινόταν πλέον σκεπτικός και ίσως θορυβημένος. “Πότε ήταν η τελευταία φορά και τι σου ζήτησε να κάνεις;”
“Το πρωί που ήμουν στη καφετέρια του Μιτς και μου ανέφερε εσένα. Εκεί που μιλούσαμε ξαφνικά πετάχτηκε η Φωνή και μου είπε: “ΓΕΙΑ ΑΚΗΣ. ΠΗΓΑΙΝΕ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΡ ΚΑΙ ΡΙΞΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙΑ ΚΑΤΩ. ΜΕΤΑ ΠΑΡΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΓΥΑΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΡΦΩΣΕ ΤΟ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ ΤΟΥ.” Υποθέτω εννοούσε του Μιτς. Για μια στιγμή ξεκίνησα να κατευθύνομαι προς εκεί, αλλά κατάφερα να συγκρατηθώ και έφυγα τρέχοντας από το μαγαζί.”
Κανείς δε μίλησε για μισό λεπτό. Τα κύματα έμοιαζαν να δυναμώνουν τώρα.
Ο Άκης ήταν αυτός που έσπασε τη σιωπή. “Έχω αρχίσει να-”
Ο Στέφανος έβγαλε μία κραυγή, πάλεψε για λίγο να κρατήσει την ισορροπία του, αλλά τελικά έπεσε από την αιώρα και παρατρίχα γλίτωσε την προσγείωση πάνω στα άδεια μπουκάλια της μπύρας.
“Όχι!” φώναξε.
“Γιατρέ; Τι έγινε;” είπε ο Άκης και κατευθύνθηκε κοντά του.
“Την άκουσα!” είπε με τρόμο ο Στέφανος. “Άκουσα τη Φωνή! Ω Θεέ μου!”
Ο Άκης άνοιξε το στόμα του και το ξανάκλεισε μη βρίσκοντας τις λέξεις που ήθελε. Ο Στέφανος κουνούσε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά σαν βρεγμένο σκυλί που τινάζεται.
“Την άκουσα,” επανέλαβε ανασαίνοντας βαριά. “Ήταν τόσο δυνατή. Έμοιαζε με ρομπότ. Λες και ήταν ο βασιλιάς ενός στρατού από μηχανές.”
“Ναι!” πετάχτηκε ο Άκης. “Ακριβώς έτσι είναι και σε μένα! Τι σου είπε;”
Τότε ο Στέφανος κοίταξε τον Άκη με δύο μάτια που γυάλιζαν. Δύο μάτια γεμάτα φόνο. Ο Άκης έκανε μερικά βήματα πίσω.
“Μου είπε: “ΓΕΙΑ ΓΙΑΤΡΕ. ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΣΕΝΑ ΤΩΡΑ. ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΔΩ. ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΚΟΤΑ. ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΥΠΑΚΟΥΟ ΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΛΥΓΙΖΕ ΣΥΝΤΟΜΑ. ΣΕ ΣΕΝΑ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΥΝΑΜΗ. Ω ΝΑΙ. ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ ΤΗ ΚΟΤΑ;”
“Όχι! φώναξε ο Άκης κάνοντας μερικά ακόμη βήματα προς τα πίσω και με κατεύθυνση την πόρτα της αυλής.
“Μου το κόλλησες!” είπε ο Στέφανος. “Τώρα είναι μέσα σε μένα και φταις εσύ!”
Ο Άκης γύρισε και το έβαλε στα πόδια. Δεν μπήκε καν στο κόπο να ανοίξει τη πόρτα, απλά την πήδηξε.
“Γύρνα πίσω!” φώναξε ο Στέφανος, αλλά ο Άκης είχε ήδη φύγει.
Τρεις μέρες αργότερα ο Στέφανος μπήκε στην καφετέρια του Μιτς.
“Καλημέρα γιατρέ,” είπε ο χοντρός και φαλακρός άντρας πίσω από το μπαρ. “Μπύρα;”
“Καφέ,” απάντησε ξερά ο Στέφανος.
“Πως κι έτσι;”
“Ρωτάς πως κι έτσι; Αν μου στέλνεις πελάτες στο σπίτι...”
“Α, κατάλαβα,” είπε ο Μιτς. “Συγγνώμη ρε φίλε, αλλά το λυπήθηκα το παιδί. Φαινόταν να έχει χοντρό πρόβλημα.”
“Πρόβλημα και μαλακίες.”
“Σοβαρά. Ήρθε και με ξαναβρήκε χθες. Ξέρει ότι έχω μια τρέλα με υπερφυσικά φαινόμενα, φαντάσματα, κατάρες, στοιχειωμένα σπίτια και τέτοια. Όχι ότι τα πολυπιστεύω κι εγώ, αλλά μ' αρέσει να διαβάζω για αυτά. Τέλος πάντων, ήρθε χθες και με ρωτούσε κάτι για καταραμένα αντικείμενα και αν μπορεί ένα νόμισμα να είναι καταραμένο. Ότι να' ναι σου λέω, και τα έλεγε σοβαρά.”
Το νόμισμα! Κατάρα στο νόμισμα! Φυσικά! σκέφτηκε θριαμβευτικά ο Στέφανος.
“Κι εσύ τι του είπες;” ρώτησε.
“Πρώτα απ' όλα του ξεκαθάρισα ότι δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Εκείνος είπε ότι δεν πειράζει, ήθελε να μάθει, έστω και αν ήταν μύθοι. Όποτε τελικά του είπα ότι μπορεί να υπάρχει κατάρα σε ένα αντικείμενο. Μετά με ρώτησε αν μπορεί η κατάρα να μεταφερθεί σε κάποιο άλλο άτομο. Ναι του λέω, αν δώσει το αντικείμενο σε κάποιον άλλο και αυτός το δεχθεί.”
Όση ώρα ο Μιτς μιλούσε, ο Στέφανος κοίταζε έξω από την πόρτα και προς την παραλία, όταν ξαφνικά είδε τον Άκη να τη διασχίζει ανέμελος. Και πως να μην ήταν ανέμελος, όταν μετά από εκείνη την ιδιαίτερη συνεδρία στην αυλή του Στέφανου η Φωνή δεν τον είχε ξαναενοχλήσει.
“Πρέπει να πηγαίνω,” είπε ο Στέφανος κι έφυγε τρέχοντας.
“Ε!” φώναξε όταν έφτασε σε απόσταση τριάντα μέτρων από τον Άκη. Εκείνος, μαζί με τρεις-τέσσερις ακόμη άσχετους γύρισε και τον κοίταξε. Ο Στέφανος έβγαλε το νόμισμα από την τσέπη, σήκωσε το χέρι του ψηλά του και το έδειξε στον Άκη. Εκείνος πάγωσε και ακόμη και από αυτή την απόσταση φαινόταν ο τρόμος στο πρόσωπό του.
“Νομίζω ότι αυτό σου ανήκει,” είπε ο Στέφανος.
“Όχι!” είπε ο Άκης, τα μάτια του καρφωμένα στο χρυσό νόμισμα που αντανακλούσε το φως του καυτού καλοκαιρινού ήλιου. Έμοιαζε και το ίδιο με έναν μικρό ήλιο. “Σου το πρόσφερα και το πήρες.” Πακέτο με τη Φωνή, συμπλήρωσε το μυαλό του. “Είναι δικό σου τώρα.”
Και τότε άρχισαν και οι δύο να τρέχουν.
Χιλιάδες κόκκοι άμμοι πετάγονταν στον αέρα με κάθε τους βήμα, καθώς οι δύο άντρες έτρεχαν σαν ηλίθιοι πάνω στο ανώμαλο έδαφος. Άνθρωποι που βρίσκονταν στη παραλία για να κάνουν το μπάνιο τους, τους κοίταζαν και μουρμούριζαν μεταξύ τους σενάρια για το τι μπορεί να συνέβαινε.
Ο Άκης έβλεπε τον Στέφανο να τον πλησιάζει και ένιωθε πως αν συνέχιζε να τρέχει στην άμμο, αργά η γρήγορα θα έπεφτε. Οπότε έστριψε απότομα αριστερά, διέσχισε τον παραλιακό ασφάλτινο δρόμο χωρίς να ελέγξει αν περνούσαν οχήματα και μπήκε στο πευκόδασος. Η απειροσύνη των κόκκων άμμου έδωσε τη θέση της σε κάτι ψωροχιλιάδες πευκοβελόνων που κάλυπταν το έδαφος σαν χαλί. Ελίσσονταν ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων χωρίς να κοιτάζει πίσω του. Όταν τελικά το έκανε, είδε ότι ήταν μόνος. Σταμάτησε, έσκυψε και έβαλε τα χέρια του στα γόνατά του. Ανάσαινε με δυσκολία κι ένιωθε λες και με την επόμενη εκπνοή θα ξερνούσε τα ίδια του τα πνευμόνια.
Με έχασε, σκέφτηκε και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο.
Τότε άκουσε μια ομάδα από πευκοβελόνες να σπάνε πίσω του και πριν προλάβει να γυρίσει, ο γιατρός βρίσκονταν ήδη από πάνω του και ο ίδιος ξαπλωμένος ανάσκελα στο σκληρό έδαφος. Έπεσε με τη σπονδυλική του στήλη πάνω σε μια πέτρα και ο πόνος ήταν άμεσος και οξύς. Ο λαιμός του είχε κλείσει και η κραυγή που έβγαλε θύμιζε δράκο που βρυχάται.
Ο Στέφανος κρατούσε ένα σουγιά και τον πλησίασε στο πρόσωπό του.
Ωχ είμαι νεκρός. Θα με πετσοκόψει, πρόλαβε να σκεφθεί ο Άκης.
“Το νόμισμα ήταν δικό σου,” είπε ο Στέφανος ενώ παράλληλα γρύλιζε σαν σκύλος από οργή. “Η Φωνή πρέπει να γυρίσει σε σένα! Πάρε πίσω το νόμισμα αλλιώς θα σου βγάλω τα μάτια. Ξέρεις τι μου λέει η φωνή; Ξέρεις;” Ο Άκης μπορούσε πλέον να διακρίνει τη παράνοια στη φωνή του γιατρού. “Μου λέει, “ΚΟΨ' ΤΟΥ ΤΟ ΛΑΙΜΟ ΓΙΑΤΡΕ. ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ!” Αλλά εγώ δε θα κάνω αυτό, όχι! Εγώ θα σου βγάλω τα μάτια και θα σε αφήσω να κουτουλάς από δέντρο σε δέντρο, μέχρι να πεθάνεις από αιμορραγία. Θα πεθάνεις στο μαύρο σκοτάδι. Γι' αυτό πάρε πίσω το νόμισμα τώρα σαν καλό παιδί.”
Με το ένα χέρι κρατούσε το σουγιά δίπλα στα μάτια του Άκη και με το άλλο έφερε το νόμισμα.
“Παρ' το!” φώναξε και έλουσε το πρόσωπό του Άκη με σάλια. Εκείνος κοίταζε το νόμισμα με τρόμο. Έδειχνε να το φοβάται περισσότερο και από τον παρανοϊκό με τον σουγιά που ήταν ξαπλωμένος από πάνω του. Ίσως και να προτιμούσε να πεθάνει από αυτή τη λεπίδα, παρά να αγγίξει και πάλι αυτό το καταραμένο νόμισμα.
“Όχι!” φώναξε και έσπρωξε με όλη του τη δύναμη, και εξεπλάγην με το πόσο εύκολα κατάφερε να τον σηκώσει από πάνω του και να τον πετάξει στο κορμό ενός πεύκου που βρισκόταν δίπλα τους. Ο Στέφανος χτύπησε με τα πλευρά στο δέντρο και ο σουγιάς έφευγε από το χέρι του. Ο Άκης δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη και το έβαλε στα πόδια. Ο Στέφανος δεν τον ακολούθησε.
Μετά από δέκα λεπτά ασταμάτητου τρεξίματος έφτασε στο σπίτι του, γέμισε μια βαλίτσα με ότι βρήκε μπροστά του και ξανάφυγε. Στάθηκε τυχερός, καθώς το επόμενο λεωφορείο έφευγε δέκα λεπτά μετά από τη στιγμή που εκείνος έφτασε στο σταθμό. Ήταν όμως δέκα λεπτά που έμοιαζαν με δέκα ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων κοίταζε συνέχεια γύρω του, λες και ήταν καταζητούμενος εγκληματίας. Όταν το λεωφορείο τελικά έφτασε, πέρασε σπρώχνοντας και κλοτσώντας μέσα από το μπουλούκι που είχε σταθεί μπροστά στη πόρτα και μπήκε πρώτος μέσα. Έφαγε το βρισίδι της ζωής του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Οι πόρτες έκλεισαν και το λεωφορείο έφυγε.

20 καλοκαίρια αργότερα...

“Γιατρέ;”
“Όχι διάολε, πες μου ότι δεν το άκουσα αυτό,” ψιθύρισε στον εαυτό του ο πενηνταοκτάχρονος γιατρός.
“Γιατρέ;” Η ερώτηση ήταν διατυπωμένη με τέτοιο τόνο, που δήλωνε ότι ο ιδιοκτήτης της φωνής δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.
Λυπάμαι φιλαράκο αλλά το άκουσες. Έχεις κόψει εδώ και χρόνια το αλκοόλ, οπότε δε μπορεί να ακούς φωνές.
“Ποιος μιλάει;” φώναξε ο γιατρός. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στην αιώρα με την πλάτη του γυρισμένη προς την πόρτα της αυλής. Τέσσερα ξεζουμισμένα, χάρτινα κουτάκια χυμού κείτονταν στο γρασίδι σαν νεκροί στρατιώτες.
Ο τύπος δε μιλούσε, όμως ο γιατρός ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν. Δεν τον είδε, και ούτε αναγνώρισε την φωνή του, παρόλα αυτά ήξερε ποιος στεκόταν στη πόρτα της αυλής του. Απλά ήξερε.
“Έλα μέσα Άκη,” είπε και γύρισε να τον κοιτάξει, αλλά εκείνος απλά στεκόταν αμίλητος στην πόρτα λες και κοίταζε φάντασμα. “Έλα μέσα, δε θα σε δαγκώσω, έχω πάρει σύνταξη.”
Τελικά η πόρτα άνοιξε και ο Άκης τον πλησίασε χωρίς να μιλάει.
“Τι; Τόσο πολύ γέρασα;” είπε ο Στέφανος.
“Σε είχα για νεκρό,” είπε τελικά εκείνος. “Θυμάμαι, η κατάρα στο νόμισμα. Η Φωνή. Νόμιζα ότι τελικά σε είχε σκοτώσει ή σε είχε τρελάνει. ”
Ο Στέφανος γέλασε δυνατά.
“Η κατάρα!” είπε γελώντας. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα. Το καταραμένο νόμισμα. Ο Άκης με μια έντονη αίσθηση ντε ζαβού έκανε βήματα προς τα πίσω.
“Ε! Χαλάρωσε,” είπε ο Στέφανος. “Πάει η κατάρα, έφυγε πριν είκοσι χρόνια.”
“Έρχομαι εδώ κάθε καλοκαίρι, αλλά από τότε δε σε ξαναείδα. Βέβαια απέφευγα όσο μπορούσα αυτό το σπίτι, αλλά έμαθα κιόλας ότι δεν ξανάρθες. Τι έγινε;”
“Αυτό είναι αλήθεια, φέτος έρχομαι για πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια.”
“Γιατί;”
“Γιατί; Γιατί παντρεύτηκα και πούλησα το σπίτι, γι' αυτό,” αποκρίθηκε ο Στέφανος και χαμογέλασε. “Πριν δυο χρόνια όμως η γυναίκα μου πέθανε, οπότε σταμάτησα κι εγώ τη δουλειά, ξαναγόρασα αυτό το σπίτι και ήρθα να μείνω μόνιμα εδώ.”
“Ναι, αλλά, τι έγινε; Πως γλίτωσες;”
“Αχ ρε Άκη,” είπε εκείνος και χαμογέλασε. “Υποθέτω πως τώρα μπορώ να σου πω την αλήθεια, μετά από τόσα χρόνια, αποκλείεται να σε επηρεάσει.”
Ο Άκης τον κοίταζε με απορία.
“Δεν υπήρχε καμιά κατάρα και κανένα καταραμένο νόμισμα,” συνέχισε ο Στέφανος.
“Τι; Αφού το θυμάμαι! Παραλίγο να με σκοτώσεις!”
“Ήρθες σε μένα γιατί άκουγες τη περιβόητη Φωνή μέσα σου. Η Φωνή, δε ξέρω πως και γιατί, ήταν όντως μέσα στο μυαλό σου. Όμως ήταν δημιούργημα του μυαλού σου και όχι ενός καταραμένου κατοστάρικου! Πολλοί άνθρωποι ακούνε φωνές, δεν ήσουν ο πρώτος. Ήρθες σε εμένα για να σε θεραπεύσω από τη Φωνή και αυτό ακριβώς έκανα. Παρεμπιπτόντως μου χρωστάς και πενήντα ευρώ για αυτό. Τέλος πάντων, ο μόνος τρόπος να βγάλω τη Φωνή από το μυαλό σου, ήταν να φυτέψω μέσα σε αυτό την ιδέα ότι πλέον έφυγε και να την ενισχύσω αυτή την ιδέα όσο μπορώ. Σαν να σου κάνω μία “νοητική” ένεση κατ' ευθείαν μέσα στο μυαλό. Και για να το κάνω αυτό, έκανα ότι και καλά η Φωνή έφυγε από εσένα και μπήκε μέσα μου.”
“Μα αφού έκανες σαν τρελός εκείνη τη μέρα, ούρλιαζες και έπεσες από εκεί πάνω. Πήγες να μου ορμήξεις!”
“Απλά έπαιζα το ρόλο μου, και για να σε έπεισα, πάει να πει ότι τον έπαιξα καλά,” είπε ο Στέφανος και γέλασε. “Πέρα από αυτό όμως, πίστευα ότι αυτό μπορεί να μην αρκούσε και έψαχνα να βρω ένα τρόπο ώστε να κάνω το μυαλό σου να πιστέψει ότι η Φωνή έφυγε σίγουρα, μια και καλή. Πες το μια δεύτερη “νοητική” ένεση αν θες. Και χάρη σε σένα, ανακάλυψα την ιστορία του καταραμένου κατοστάρικου. Σε κυνήγησα, έκανα και καλά ότι πήγα να σε σκοτώσω, και αυτό σφράγισε τη πίστη του μυαλού σου ότι η κατάρα ήταν σίγουρα μέσα σε εμένα και όχι σε σένα. Με λίγα λόγια, απλά ξεγέλασα το μυαλό σου για να σε θεραπεύσω.”
“Ήταν όλα ψέματα δηλαδή...”
“Ακριβώς.”
“Απίστευτο.”
“Πάντως για να ξέρεις, αυτή δεν είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος θεραπείας για κάποιον που ακούει φωνές. Απλά μου ήρθε εκείνη τη στιγμή. Ακόμη κι εγώ δε μπορούσα να πιστέψω ότι πέτυχε. Τελικά, όλα είναι στο μυαλό φίλε μου. Οι φωνές, οι ασθένειες, ο πόνος, ο τρόμος, η αγάπη, η τρέλα. Όλα είναι μέσα σε αυτό το λευκό λαβύρινθο μέσα στο κεφάλι μας. Κι αν μάθεις να το χειρίζεσαι καλά και καμιά φορά να το ξεγελάς κιόλας, μπορείς να κάνεις θαύματα.”
Ο Άκης ήταν σιωπηλός σαν τάφος.
“Τι;” ρώτησε κοφτά ο Στέφανος με απορία.
“Θα μπορούσαμε να σκοτωθούμε μέσα στο δάσος!” είπε με ενθουσιασμό και οι δυο τους γέλασαν.
Μίλησαν για αρκετή ώρα. Φέρνοντας στο μυαλό τους εκείνες τις μέρες πριν είκοσι χρόνια, αλλά και τι τους συνέβη σε όλο αυτό το διάστημα. Αποχωρίστηκαν όταν είχε πλέον πέσει το σκοτάδι.
“Καληνύχτα Άκη,” είπε ο Στέφανος και μπήκε στο σπίτι του.
“Καληνύχτα γιατρέ.”
“ΓΕΙΑ ΑΚΗΣ.”

1 σχόλιο:

spirou είπε...

Εννοούσα τον Μιτς από το BAYWATCH (ο David Hasselhoff που τον έπαιζε είχε εμφανιστεί και στην ταινία του Spongebob,μιλάμε για κάψιμο)

Εγώ πάντως χαίρομαι που την έβαλες την τελευταία φράση. Μου θύμισε το διήγημα "Εγώ είμαι η πύλη"!